DictionaryForumContacts

   English
Google | Forvo | +
to phrases
aliment ['ælɪmənt] n
med. τροφή; θρεπτική ουσία; θρεπτικό υλικό; τρόφιμο; τρέφω νb έθρεψα; θρεμμένος
proced.law. διατροφή (alimenta); διατροφή από το νόμο (alimenta)
aliment
: 3 phrases in 1 subject
Procedural law3