DictionaryForumContacts

   English
Google | Forvo | +
air gun
gen. αεροβόλο τουφέκι; τουφέκι με συμπιεσμένο αέρα
industr., construct., chem. Eκτοξευτήρ αέρος
met. πιστόλι αέρα
tech. εργαλείο τοποθέτησης περικοχλίων
 English thesaurus
air gun
abbr., exhib. airbrush