DictionaryForumContacts

   English
Google | Forvo | +
to phrases
aerogenerator [ˌɛərəu'dʒenəˌreitə] n
min.prod., mech.eng. αερογεννήτρια; αιολική ηλεκτρογεννήτρια; αιολικός στρόβιλος; ανεμογεννήτρια; ανεμοκινητήρας; ανεμομηχανή; γεννήτρια αιολικής ισχύος
aerogenerator
: 6 phrases in 2 subjects
Energy industry3
Mechanic engineering3