DictionaryForumContacts

   English
Google | Forvo | +
to phrases
adjuvant ['æʤuvənt] n
agric., chem. βοηθητική ουσία; επίκουρον; επικουρική ουσία; επικουρικό; προσθετικαί ουσίαι; προσθετικόν
econ. πρόσθετο-βελτιωτικό
immigr., tech. πρόσθετη ουσία
med. ανοσοενισχυτικό; ανοσοενισχυτικό έκδοχο
pharma. ανοσοενισχυτική ουσία; ενισχυτικό
 English thesaurus
adjuvant ['æʤuvənt] n
med. A substance added to a drug to enhance the effects of the drug. Adjuvant also refers to a substance added to a vaccine to boost the body's immune response to the vaccine.
adjuvant
: 12 phrases in 4 subjects
Agriculture4
Animal husbandry1
Health care1
Medical6