DictionaryForumContacts

   English
Google | Forvo | +
additional paid-in capital
fin., account. διαφορά από έκδοση μετοχών υπέρ το άρτιο; διαφορά από έκδοση υπέρ το άρτιο; πριμ έκδοσης; συμμετοχική αμοιβή