| |||
ακρόβαθρο | |||
έδρανο; έδρανον ώσεως; ωστικό έδρανο; ωστικός τριβέας | |||
άρμοση; ένωση; μάτιση; μάτισμα; σύνδεση; σύνδεση ελασμάτων πρόσωπο με πρόσωπο | |||
English thesaurus | |||
| |||
abut |
abutment : 17 phrases in 4 subjects |
Construction | 6 |
Life sciences | 1 |
Medical | 1 |
Transport | 9 |