DictionaryForumContacts

   English
Google | Forvo | +
noun | verb | adjective | to phrases
shore [ʃɔ:] n
gen. όχθη
agric., mech.eng. μεταλλικό πλαίσιο; μεταλλικό στήριγμα
transp., construct. μπουντέλι
shear [ʃɪə] v
comp., MS περικοπή (To distort an object along its horizontal, vertical, or both axes)
construct. διατμητική δύναμη; διατμητική τάση; δύναμη διατμήσεως
earth.sc. διάτμηση
forestr., industr., construct. διάτμησις
industr., construct. κουρεύω; ξυρίζω
met. κόβω χωρίς απόβλητα; διαμελίζω; διατέμνω
shearing ['ʃɪ(ə)rɪŋ] v
agric. κλάδεμα
earth.sc. διάτμηση
environ., met. κοπή
industr., construct. αφαίρεση των χοντρών τριχών; κούρεμα; ξύρισμα πέλους
met. αφαίρεση διά της κοπής; κοπή χωρίς απόβλητα
shores v
transp. άτλαντες; μπουντέλια; τσιφούτια
transp., construct. στύλοι
shoring ['ʃɔ:rɪŋ] v
construct. αντιστήριξη; υποστύλωση
transp. εναπόθεση σε κλίνες; τοποθέτηση σε κλίνες
to shear [ʃɪə] v
industr., construct. φινίρω το πέλος του υφάσματος
met., mech.eng. διατέμνω
shears [ʃɪǝz] v
industr., construct., met. ψαλίδι
Shore [ʃɔ:] adj.
tech., mater.sc. κλίμακα Shore
shore [ʃɔ:] adj.
agric., mech.eng. μεταλλικό υποστήριγμα δίσκου
transp., construct. προσωρινό υποστύλωμα
transp., geogr. ακτή
Shore
: 351 phrases in 32 subjects
Agriculture28
Coal4
Communications8
Construction21
Cultural studies1
Earth sciences37
Economy1
Electronics3
Environment7
Finances5
Fish farming pisciculture5
Forestry2
General9
Health care1
Industry30
Information technology2
Labor law1
Law2
Life sciences23
Marketing1
Materials science17
Mechanic engineering20
Medical4
Metallurgy38
Microsoft1
Mineral products1
Natural resourses and wildlife conservation4
Natural sciences6
Physical sciences1
Scientific2
Technology12
Transport54