|
|
transp., nautic. |
ναυτολογία |
|
|
gen. |
εγγραφή; νηολόγιο |
agric. |
κεντράρισμα της λεπίδας |
commun. |
καταχώρηση; καταχώριση; σύσταση; καταχώριση' εγγραφή |
comp., MS |
καταχώρηση (The process in which a consumer enters information, such as an e-mail address, to acquire a license) |
el. |
ευθυγράμμιση επικάλυψης |
environ. |
εγγραφή στo πρωτσκoλλo; καταγραφή |
industr., construct., chem. |
Kαταγραφή |
IT |
καταχώριση υπηρεσίας |
law, commer. |
εγγραφή σε μητρώο επιμελητηρίου |
law, immigr. |
δήλωση εισόδου |
nat.sc., agric. |
εγγραφή στο γενεαλογικό μητρώο |
obs., transp. |
έκδοση άδειας κυκλοφορίας |
patents. |
καταχώρηση; πρωτοκόλληση |
transp. |
αριθμός κυκλοφορίας; καταχώρηση αριθμού κυκλοφορίας; ταξινόμηση; νηολόγηση |
|
|
transp., avia. |
νηολόγηση ; νηολογώ |
|
English thesaurus |
|
|
mil., abbr. |
regis |