DictionaryForumContacts

   English
Google | Forvo | +
noun | verb | to phrases
holding ['həuldɪŋ] n
gen. κράτημα; διεξαγωγή
econ., agric. αγροτική εκμετάλλευση; αγροτική επιχείρηση
holdings n
account. εταιρείες χαρτοφυλακίου
busin., labor.org., account. δικαιώματα στο κεφάλαιο
commun. συλλογή βιβλιοθήκης
fin., econ. διαθέσιμα
market., fin. εισόδημα εκ παγίας συμμετοχής
Holding ['həuldɪŋ] v
gen. Διατήρηση
holding ['həuldɪŋ] v
agric. εκμετάλλευση
econ., agric. γεωργική εκμετάλλευση
fin. συμμετοχή
met. διατήρηση υψηλής θερμοκρασίας μπάνιου; διατήρηση εν θερμώ
hold [həuld] v
commun. συγκράτηση
comp., MS θέτω σε αναμονή (To temporarily suspend an active phone call); αναμονή (To temporarily suspend an active phone call)
met. διατηρώ την θερμοκρασία μπάνιου
transp. διακοπή της αντίστροφης μέτρησης
to hold [həuld] v
transp., nautic. πιάνω
Hold [həuld] v
comp., MS Αναμονή (A button on Phone Controls that places the current phone call on hold)
Holding
: 593 phrases in 41 subjects
Accounting18
Agriculture38
Business7
Chemistry6
Commerce2
Communications50
Construction1
Cultural studies1
Demography3
Earth sciences15
Ecology1
Economy39
Education1
Electronics21
Environment11
Finances79
Fish farming pisciculture1
Forestry3
General30
Government, administration and public services2
Health care22
Human rights activism1
Industry10
Information technology13
Insurance2
International trade1
Labor law2
Law32
Life sciences1
Marketing9
Materials science9
Mechanic engineering37
Medical6
Metallurgy6
Microsoft7
Natural sciences1
Politics1
Statistics4
Taxes6
Technology7
Transport87