DictionaryForumContacts

   English
Google | Forvo | +
noun | verb | to phrases
embossing [ɪm'bɔsɪŋ] n
commun. μήτρα εκτύπωσης αναγλύφων
Embossing [ɪm'bɔsɪŋ] v
chem. γκοφρέ
embossing [ɪm'bɔsɪŋ] v
commun. γκοφράρισμα; σχηματογράφημα; σχηματοτύπωμα; πανοτυπία
el. εγκόλληση; ανάγλυφη αποτύπωση
fin., IT θερμοτυπία
industr., construct. αποτύπωση σε ανάγλυφο; χάραξη; ανάγλυφη κατεργασία; τόρευση
industr., construct., met. ανάγλυφο σκάλισμα
met. κοίλανση; ανάγλυφη επεξεργασία; ανακούφωμα; ανακύρτωση; ισόπαχη τύπωση; ανάγλυφος; κοίλη τύπωση
to emboss [ɪm'bɔs] v
industr., construct. γκοφράρω με την καλάνδρα πάνω στο ύφασμα; σχηματίζω σχέδια; κομποδένω
met. εκτυπώνω ανάγλυφα; σχηματίζω προεξοχές σε επιφάνεια
emboss [ɪm'bɔs] v
commun. γκοφράρω; σχηματογραφώ; σχηματοτυπώνω
industr., construct. αποτυπώνω σε ανάγλυφο
Embossing
: 41 phrases in 11 subjects
Agriculture2
Chemistry2
Communications3
Cultural studies1
General2
Immigration and citizenship2
Industry18
Materials science1
Mechanic engineering1
Metallurgy7
Technology2