Sign in
|
English
|
Terms of Use
Dictionary
Forum
Contacts
English
⇄
Arabic
Bulgarian
Chinese
Chinese simplified
Czech
Danish
Dutch
Esperanto
Finnish
French
German
Greek
Hungarian
Italian
Japanese
Korean
Polish
Portuguese
Romanian
Russian
Scottish Gaelic
Serbian Latin
Spanish
Swedish
Turkish
Ukrainian
Uzbek
G
o
o
g
l
e
|
Forvo
|
+
noun
|
verb
|
to phrases
embossing
[ɪm'bɔsɪŋ]
n
commun.
μήτρα εκτύπωσης αναγλύφων
Embossing
[ɪm'bɔsɪŋ]
v
chem.
γκοφρέ
embossing
[ɪm'bɔsɪŋ]
v
commun.
γκοφράρισμα
;
σχηματογράφημα
;
σχηματοτύπωμα
;
πανοτυπία
el.
εγκόλληση
;
ανάγλυφη αποτύπωση
fin., IT
θερμοτυπία
industr., construct.
αποτύπωση σε ανάγλυφο
;
χάραξη
;
ανάγλυφη κατεργασία
;
τόρευση
industr., construct., met.
ανάγλυφο σκάλισμα
met.
κοίλανση
;
ανάγλυφη επεξεργασία
;
ανακούφωμα
;
ανακύρτωση
;
ισόπαχη τύπωση
;
ανάγλυφος
;
κοίλη τύπωση
to
emboss
[ɪm'bɔs]
v
industr., construct.
γκοφράρω με την καλάνδρα πάνω στο ύφασμα
;
σχηματίζω σχέδια
;
κομποδένω
met.
εκτυπώνω ανάγλυφα
;
σχηματίζω προεξοχές σε επιφάνεια
emboss
[ɪm'bɔs]
v
commun.
γκοφράρω
;
σχηματογραφώ
;
σχηματοτυπώνω
industr., construct.
αποτυπώνω σε ανάγλυφο
Embossing
:
41 phrases
in 11 subjects
Agriculture
2
Chemistry
2
Communications
3
Cultural studies
1
General
2
Immigration and citizenship
2
Industry
18
Materials science
1
Mechanic engineering
1
Metallurgy
7
Technology
2
The server is undergoing maintenance and the site is working in read-only mode. Please check back later.">
Add
|
The server is undergoing maintenance and the site is working in read-only mode. Please check back later.">
Report an error
|
Get short URL
|
Language Selection Tips