| |||
Διαφυγή | |||
| |||
σωλήνας | |||
ανοιχτός σωλήνας αποχετεύσεως; γρίλια | |||
απαγωγός; υποδοχή; φρεάτιο | |||
ντραίνο; στραγγιστήρι; στραγγιστικός αγωγός | |||
μείωσις,ελάττωσις | |||
στραγγιστήρας | |||
εκκένωση; αλλαγή λαδιού; άδειασμα | |||
υπόγειος αγωγός αποστράγγισης | |||
διώρυγα στραγγίσεως; υπόνομος | |||
στραγγιστήριο | |||
καθάρισμα | |||
| |||
αποστραγγίζω | |||
| |||
στραγγίζω; εξαντλώ | |||
| |||
στράγγισμα | |||
αποστράγγιση | |||
αποστράγγιση/αποξήρανση | |||
| |||
αποστράγγιση; αποξήρανση | |||
English thesaurus | |||
| |||
d | |||
| |||
drainage | |||
| |||
drainage |
Drain : 350 phrases in 28 subjects |