DictionaryForumContacts

   English
Google | Forvo | +
noun | verb | to phrases
Barrel ['bærəl] n
commer. Βαρέλι
barrel ['bærəl] n
gen. κάννη; κάννη όπλου
agric. τύμπανο; τύμπανο ανυψωτικού μηχανήματος; τύμπανο περιέλιξης; δοχείο
agric., mater.sc. βαρέλι μέτριο
el. κύλινδρος συνδετήρα
fish.farm. κύλινδρος βαρούλκου; κύλινδρος βιντσιού; τύμπανο βαρούλκου; τύμπανο βιντσιού
forestr. σωλήνας
industr. κάδος
industr., construct. πυξίδα που περιέχει το μεγάλο ελατήριο
mater.sc., industr., construct. βαρελάκι
mech.eng. κορμός κοχλία; κορμός μπουλονιού; κοπτική περιοχή τρυπανιού
mun.plan. κύλινδρος
oil βαρέλι
barrelling v
food.ind. γέμισμα ξύλινων δοχείων; πλήρωση ξύλινων δοχείων
 English thesaurus
barrel ['bærəl] abbr.
abbr., auto. Bbl. /bbl
abbr., mining. barl; barr
abbr., polym. bbl.; bl
mil., abbr. bar; brl
O&G bbl (MichaelBurov)
O&G, sakh. see bbl
barrels abbr.
abbr. bbl (Vosoni)
abbr., polym. bls
abbr., textile bis.
tech., abbr. brls
Barrel
: 182 phrases in 26 subjects
Agriculture25
Astronautics2
Chemistry7
Coal2
Construction6
Cultural studies2
Earth sciences4
Electronics4
Environment1
Finances2
Fish farming pisciculture4
Food industry1
General13
Industry13
Information technology2
Life sciences3
Materials science15
Mechanic engineering34
Medical8
Metallurgy11
Microsoft1
Municipal planning1
Natural sciences3
Oil / petroleum1
Technology10
Transport7