Sign in
|
English
|
Terms of Use
Dictionary
Forum
Contacts
Greek
⇄
Arabic
Bulgarian
Chinese
Czech
Danish
Dutch
English
Estonian
French
German
Italian
Latvian
Lithuanian
Polish
Portuguese
Romanian
Russian
Spanish
Terms
for subject
Medical
containing
ικανότητα
|
all forms
Greek
Italian
ακουστική
ικανότητα
capacità acustica
ακουστική
ικανότητα
udibilità
αναγεννητική
ικανότητα
capacità di rigenerazione
ανοσολογική
ικανότητα
competenza immunologica
απορροφητική
ικανότητα
capacità di assorbimento
απορροφητική
ικανότητα
assorbitività
απώλεια
ικανότητας
κινήσεως
acinesia
απώλεια
ικανότητας
κινήσεως
acinesi
αφομοιωτική
ικανότητα
assimilabilità
δηλητηριώδης
ικανότητα
velenosità
διακριτική
ικανότητα
potere di risoluzione
διακριτική
ικανότητα
potere risolutivo
διαχωριστική
ικανότητα
potere di risoluzione
διαχωριστική
ικανότητα
potere risolutivo
διεισδυτική
ικανότητα
penetranza
θερμαντική
ικανότητα
forza calorifica
θερμαντική
ικανότητα
potere calorifico
ικάνότητα
αγωγής
conducibilità
ικάνότητα
αγωγής
conduttanza
ικανότητα
ακοής
facoltà di udire
ικανότητα
ακοής
udito
ικανότητα
αναπαραγωγής
abilità riproduttiva
ικανότητα
αναπαραγωγής
riproducibilità
ικανότητα
αντιλήψεως
percettività
ικανότητα
απορρόφησης νερού
capacità d'assorbimento d'acqua
ικανότητα
αποσυσπείρωσης
capacità di svolgersi
ικανότητα
γονιμοποίησης
capacitazione
ικανότητα
διάχυσης
coefficiente di diffusione
ικανότητα
διάχυσης
diffusibilità
ικανότητα
επιβίωσης
abilità di sopravvivenza
ικανότητα
επιλογής
capacità selettiva
ικανότητα
κίνησης
proprietà di muoversi
ικανότητα
κίνησης
motilità
ικανότητα
καθίζησης
precipitabilità
ικανότητα
κατιοντοανταλλαγής
capacità di scambio di cationi
ικανότητα
κωδικοποίησης
capacità di codificazione
ικανότητα
μεταφοράς οξυγόνου
capacità di trasporto dell'ossigeno
ικανότητα
να διαπεραστεί από ακτίνες
radiabilità
ικανότητα
πήξης
coagulabilità
ικανότητα
προσανατολισμού
capacità di orientamento
ικανότητα
ρίζωσης
abilità di radicarsi
ικανότητα
ριζοβόλησης
abilità di radicarsi
ικανότητα
σύνδεσης στο σίδηρο
capacità ferro-legante
κολυμβητική
ικανότητα
abilità natatoria
λιπαντική
ικανότητα
lubricità
μεταλλαξιογόνος
ικανότητα
abilità mutagenica
μεταλλαξιογόνος
ικανότητα
mutagenicità
παραγωγική
ικανότητα
rendimento di produzione
παραγωγική
ικανότητα
efficienza di produzione
πολωτική
ικανότητα
polarizzabilità
προσανατολιστική
ικανότητα
capacità di orientamento
προσαρμοστική
ικανότητα
potenza di adattamento
προσαρμοστική
ικανότητα
adattabilità
προσροφητική
ικανότητα
capacità di adsorbimento
προσροφητική
ικανότητα
adsorbabilità
ρυθμιστική
ικανότητα
potere tampone
ρυθμιστική
ικανότητα
capacità tampone
σιδηροδεσμευτική
ικανότητα
capacità ferro-legante
φέρουσα
ικανότητα
capacità portante
Get short URL