DictionaryForumContacts

   Greek
Terms for subject Medical containing ενεργότητα | all forms
GreekItalian
διαχειριστική ενεργότηταattività domestica
διαχειριστική ενεργότηταattività costitutiva
εγκεφαλική ενεργότηταattività del cervello
ειδική ενεργότηταattività specifica
ενδογενής ενζυμική ενεργότηταattività enzimatica intrinseca
ενεργότητα αναστολέα ανάφασηςattività dell'inibitore dell'anafase
ενεργότητα εξωνουκλεάσηςattività esonucleasica
ενεργότητα κυτταρικής οικονομίαςattività domestica
ενεργότητα κυτταρικής οικονομίαςattività costitutiva
ενζυμική ενεργότηταattività enzimatica
επιδιορθωτική ενεργότητα εξωνουκλεάσηςattività esonucleasica di correzione
θυρεοειδική ενεργότηταiperattività tiroidea
ιδιοσυστατική ενεργότηταattività domestica
ιδιοσυστατική ενεργότηταattività costitutiva
κατάσταση ενεργότηταςstato di attività
κυτταρική ενεργότηταattività cellulare
μεταβολική ενεργότηταattività metabolica
νευρική ενεργότηταattività nervosa
οπτική ενεργότηταattività ottica
οστεοκλαστική ενεργότηταattività degli osteoclasti
πρωτεολυτική ενεργότηταattività proteolitica
τριχοειδική ενεργότηταazione capillare
τριχοειδική ενεργότηταcapillarità
υποδοχέας με ενδογενή ενζυμική ενεργότηταrecettore con attività enzimatica intrinseca