Sign in
|
English
|
Terms of Use
Dictionary
Forum
Contacts
Italian
⇄
Arabic
Basque
Bulgarian
Catalan
Chinese
Croatian
Czech
Danish
Dutch
English
Estonian
Finnish
French
German
Greek
Hungarian
Irish
Japanese
Latvian
Lithuanian
Maltese
Norwegian Bokmål
Polish
Portuguese
Romanian
Russian
Slovak
Slovene
Spanish
Swedish
Turkish
Ukrainian
Terms
for subject
Law
containing
tempo
|
all forms
|
exact matches only
Italian
Greek
accordo quadro sul lavoro a
tempo
determinato
Συμφωνία πλαίσιο για την εργασία ορισμένου χρόνου
accordo quadro sul lavoro a
tempo
parziale
συμφωνία πλαίσιο για την εργασία μερικής απασχόλησης
alla Commissione sono comunicati,in
tempo
utile perche'presenti le sue osservazioni
i progetti
η Eπιτροπή ενημερώνεται εγκαίρως ώστε να δύναται να υποβάλει τις παρατηρήσεις της
attività a
tempo
parziale
εργασία μερικής απασχόλησης
attività a
tempo
pieno
πλήρης απασχόληση
far valere i suoi diritti in
tempo
utile
διεκδικώ τα δικαιώματά μου σε εύθετο χρόνο
garantire un'esclusiva limitata nel
tempo
εξασφαλίζω αποκλειστικότητα σε περιορισμένο χρόνο
impiego a
tempo
completo
πλήρης απασχόληση
impiego a
tempo
parziale
μερική απασχόληση
intercettare permanentemente in
tempo
reale
παρακολούθηση σε πραγματικό χρόνο και καθ'όλο το εικοσιτετράωρο
lavoro pagato a
tempo
εργασία που αμείβεται με βάση τη χρονική διάρκεια
lavoro pagato a
tempo
εργασία αμειβόμενη με την ώρα
legge relativa al
tempo
di guida e di riposo
διατάξεις περί οδηγήσεως και αναπαύσεως
regolamentazione del lavoro a
tempo
parziale
ρύθμιση της εργασίας μερικής απασχόλησης
sottrazione di
tempo
-macchina
κλοπή χρόνου μηχανής
tempo
di guida
χρονικό διάστημα οδήγησης
tempo
di recupero minimo
ελάχιστη περίοδος απόσβεσης επένδυσης
tempo
ragionevole
εύλογος χρόνος
Get short URL