DictionaryForumContacts

   Italian
Terms for subject Law containing tempo | all forms | exact matches only
ItalianGreek
accordo quadro sul lavoro a tempo determinatoΣυμφωνία πλαίσιο για την εργασία ορισμένου χρόνου
accordo quadro sul lavoro a tempo parzialeσυμφωνία πλαίσιο για την εργασία μερικής απασχόλησης
alla Commissione sono comunicati,in tempo utile perche'presenti le sue osservazionii progettiη Eπιτροπή ενημερώνεται εγκαίρως ώστε να δύναται να υποβάλει τις παρατηρήσεις της
attività a tempo parzialeεργασία μερικής απασχόλησης
attività a tempo pienoπλήρης απασχόληση
far valere i suoi diritti in tempo utileδιεκδικώ τα δικαιώματά μου σε εύθετο χρόνο
garantire un'esclusiva limitata nel tempoεξασφαλίζω αποκλειστικότητα σε περιορισμένο χρόνο
impiego a tempo completoπλήρης απασχόληση
impiego a tempo parzialeμερική απασχόληση
intercettare permanentemente in tempo realeπαρακολούθηση σε πραγματικό χρόνο και καθ'όλο το εικοσιτετράωρο
lavoro pagato a tempoεργασία που αμείβεται με βάση τη χρονική διάρκεια
lavoro pagato a tempoεργασία αμειβόμενη με την ώρα
legge relativa al tempo di guida e di riposoδιατάξεις περί οδηγήσεως και αναπαύσεως
regolamentazione del lavoro a tempo parzialeρύθμιση της εργασίας μερικής απασχόλησης
sottrazione di tempo-macchinaκλοπή χρόνου μηχανής
tempo di guidaχρονικό διάστημα οδήγησης
tempo di recupero minimoελάχιστη περίοδος απόσβεσης επένδυσης
tempo ragionevoleεύλογος χρόνος