Sign in
|
English
|
Terms of Use
Dictionary
Forum
Contacts
Italian
⇄
Greek
Terms
for subject
Economy
containing
tasso di
|
all forms
|
exact matches only
|
in specified order only
Italian
Greek
prestito rimborsabile al
tasso di
mercato
δάνειο εξοφλητέο με το επιτόκιο της αγοράς
tasso di
attività
ποσοστό απασχολουμένων
tasso di
attività
ποσοστό απασχόλησης
tasso di
attività
συμμετοχή στην αγορά εργασίας
tasso di
crescita
ποσοστό αύξησης; ρυθμός αύξησης, μεγέθυνσης ή οικονομικής ανάπτυξης; συντελεστής αύξησης; ποσοστό οικονομικής ανάπτυξης
tasso di
disoccupazione non acceleratore dell'inflazione
ποσοστό ανεργίας που δεν οδηγεί σε αύξηση του πληθωρισμού
tasso di
disoccupazione non acceleratore dell'inflazione
ποσοστό ανεργίας που δεν επιταχύνει τον πληθωρισμό
tasso di
mortalità infantile
βρεφική θνησιμότητα
tasso di
partecipazione della forza lavoro
ποσοστό απασχολουμένων
Get short URL