DictionaryForumContacts

   Italian
Terms for subject General containing minima | all forms | exact matches only
ItalianGreek
Comitato di regolamentazione concernente le prescrizioni minime per l'utilizzazione da parte dei lavoratori delle attrezzature di protezione individualeεπιτροπή κανονιστικής ρύθμισης σχετικά με τις ελάχιστες απαιτήσεις για τη χρήση εξοπλισμού ατομικής προστασίας από τους εργαζόμενους
Convenzione che fissa l'età minima di ammissione dei fanciulli ai lavori industrialiΣύμβαση "περί κατωτάτου ορίου ηλικίας των ανηλίκων εις τας βιομηχανικάς εργασίας" αναθεωρημένη
Convenzione che fissa l'età minima di ammissione dei fanciulli al lavoro marittimoΣύμβαση "περί ελαχίστου ορίου ηλικίας παραδοχής παίδων εν τη ναυτική υπηρεσία" αναθεωρημένη
Convenzione relativa all'età minima per l'ammissione dei fanciulli al lavoro di bordo come carbonai e fuochistiΣύμβαση "περί κατωτάτου ορίου ηλικίας προς πρόσληψιν νέων υπό την ιδιότητα θερμαστού ή ανθρακέως"
Convenzione relativa all'età minima per l'ammissione dei fanciulli al lavoro industrialeΣύμβαση "περί κατωτάτου ορίου ηλικίας των ανηλίκων εις τας βιομηχανικάς εργασίας"
Convenzione relativa all'età minima per l'ammissione dei fanciulli al lavoro marittimoΣύμβαση "περί κατωτάτου ορίου ηλικίας των ανηλίκων εν τη ναυτική εργασία"
Convenzione sul consenso al matrimonio, l'età minima per contrarre matrimonio e la registrazione dei matrimoniΣύμβαση για τη συναίνεση σε γάμο, το ελάχιστο όριο ηλικίας σύναψης γάμου και την επίσημη καταχώρηση των γάμων
dotazione minima d'acquaελάχιστος εφοδιασμός με νερό
risoluzione sulle garanzie minimeψήφισμα για τις ελάχιστες εγγυήσεις
soglia finanziaria minimaελάχιστο κατώτατο χρηματοδοτικό όριο
soglia minima per l'ottenimento di un seggioελάχιστο όριο για την κατάληψη μιας έδρας
specie minima di livellopiù bassoέσχατο είδος
specie minima di livellopiù bassoέσχατη τάξη
unità significativa minimaελάχιστη σημασιολογική μονάδα