DictionaryForumContacts

   Italian
Terms for subject Pharmacy and pharmacology containing fattore | all forms | exact matches only
ItalianGreek
d-phe 6 -fattore di rilascio dell'ormone luteinizzanted-phe6-εκλιτικός παράγων της ωχρινοποιητικής ορμόνης
fattore di esposizioneλόγος ανταλλαγής χρόνου έκθεσης
fattore di raddoppioλόγος ανταλλαγής χρόνου έκθεσης
fattore di scambioλόγος ανταλλαγής χρόνου έκθεσης
fattore di sicurezzaπαράγοντας που επηρεάζει την ασφάλεια
fattore di stress chimicoπαράγοντας χημικού στρες
fattore di stress chimicoπαράγοντας χημικής επιβάρυνσης
fattori ambientaliπεριβαλλοντολογικός παράγοντας
fattori di coagulazioneπηκτικοί παράγοντες
fattori individualiπροσωπικοί παράγοντες
fattori individualiατομικοί παράγοντες