DictionaryForumContacts

   Italian
Terms for subject Employment containing da | all forms | exact matches only
ItalianGreek
bacino di lavoroπεριοχή απασχόλησης
bacino di occupazioneπεριοχή απασχόλησης
Convenzione concernente le condizioni di lavoro dei lavoratori delle piantagioniΔΣΕ 110: Για τις συνθήκες απασχόλησης των εργαζομένων στις φυτείες
copertura del rischio di disoccupazioneταμείο ανεργίας
garanzia del posto di lavoroασφάλεια της απασχόλησης
gente di mareναυτιλλόμενοι
gente di mareναυτικοί
"il tuo primo posto di lavoro EURES""Η πρώτη σου εργασία μέσω του EURES"
impresa di lavoro temporaneoγραφείο διαμεσολάβησης για προσωρινή απασχόληση
indice di occupazioneποσοστό απασχόλησης
lavoro da casaεργασία στο σπίτι
lavoro di notteνυχτερινή εργασία
ore di lavoro straordinarioυπερεργασία
orientamenti in materia di occupazioneκατευθυντήριες γραμμές για την απασχόληση
persona in cerca di impiegoο αναζητών εργασία
persona in cerca di impiegoάτομο που αναζητεί εργασία
persona in cerca di lavoroο αναζητών εργασία
persona in cerca di occupazioneο αναζητών εργασία
persona in cerca di primo impiegoόσοι εισέρχονται για πρώτη φορά στην αγορά εργασίας
piano di azionariato dei dipendentiπρόγραμμα συμμετοχής στο κεφάλαιο
piano di risparmio dei dipendentiπρόγραμμα αποταμιεύσεως εργαζομένων
piano nazionale per la creazione di nuovi posti di lavoroεθνικό σχέδιο για την απασχόληση
premio di produtivitàπριμ παραγωγικότητας
regime di incentiviσύστημα παροχής κινήτρων
schema di partecipazione agli utili differitaσύστημα ετεροχρονισμένης συμμετοχής των μισθωτών στα κέρδη
sistema di azionariatoδικαίωμα σε υπαλλήλους να αγοράσουν μετοχές του εργοδότη σε προκαθορισμένη τιμή
sussidio di disoccupazione di tipo assicurativoταμείο ανεργίας
tecnico di conferenzaτεχνικός συνεδριάσεων
turni di lavoro seraleβάρδια εκτός εργασίμων ωρών
turno di lavoroβάρδια
turno di lavoro interbvallatoδιακοπτόμενη βάρδια