DictionaryForumContacts

   Italian
Terms for subject Law containing credito | all forms | exact matches only
ItalianGreek
adattamento dei crediti alimentariαναπροσαρμογή δικαιωμάτων διατροφής
capitale di creditoκεφάλαιο προερχόμενο εκ δανείου
capitale di creditoεξωτερικό κεφάλαιο
capitale di creditoπιστωτικό κεφάλαιο
capitale di creditoδανειακό κεφάλαιο
cessione di creditiπαραχώρηση τίτλου
cessione di creditiεκχώρηση απαιτήσεων
convenzione di credito acquirenteΣύμβαση Πίστωσης Αγοραστή
convenzione di Nuova York del 20 giugno 1956 sulla realizzazione dei crediti alimentari all'esteroσύμβαση της Νέας Υόρκης της 20ής Ιουνίου 1956 για την είσπραξη διατροφής σε αλλοδαπό κράτος
crediti della massaαπαιτήσεις κατά της ομάδας; ομαδικές απαιτήσεις; τα έναντι της ομάδας δικαιώματα
crediti intergiurisdizionaliδιακρατικές απαιτήσεις
credito alimentareυποχρέωση διατροφής
credito incontestatoμη αμφισβητούμενες απαιτήσεις
credito interbancarioενδοτραπεζική απαίτηση
credito non contestatoμη αμφισβητούμενη απαίτηση
credito non contestatoμη αμφισβητούμενες απαιτήσεις
credito non privilegiatoαπλή απαίτηση του εγχειρογράφου δανειστή
credito per surrogazioneαπαιτήσεις λόγω υποκατάστασης
dissoluzione del credito del debitoreκλονισμός της πίστεως του οφειλέτη
garanzia dei crediti d'indennitàεγγύηση των απαιτήσεων για αποζημίωση
garanzia dei crediti salarialiεγγύηση των μισθολογικών απαιτήσεων
insinuazione dei creditiαναγγελία των απαιτήσεων
linea di creditoευχέρεια "Ways and Means"
operazioni di credito e di mercato apertoπράξεις ανοιχτής αγοράς και πιστωτικές εργασίες
pignoramento di crediti internazionaliκατάσχεση διεθνών αξιώσεων
procedere a trasferimenti di creditiπροβαίνω σε μεταφορές πιστώσεων
reddito di creditoέσοδα από απαιτήσεις
riscossione dei creditiείσπραξη χρεών
riscossione dei creditiείσπραξη οφειλών