DictionaryForumContacts

   Italian
Terms for subject Medical containing attacco | all forms | exact matches only
ItalianGreek
attacco a resilienzaελαστική συγκράτηση
attacco acuto cardiacoοξεία καρδιακή προσβολή
attacco cardiacoκαρδιακή προσβολή
attacco di panicoκρίση πανικού
attacco epilettico tonicoτονικός επιληπτικός σπασμός
attacco epilettico tonicoτονική επιληπτική κρίση
attacco epilettico tonico-clonicoτονικός-κλονικός επιληπτικός σπασμός
attacco epilettico tonico-clonicoτονική-κλονική επιληπτική κρίση
attacco ipoglicemicoυπογλυκαιμικό επεισόδιο
attacco ischemico transitorioπαροδικό ισχαιμικό επεισόδιο
attacco ischemico transitorioπαροδικό ισχαιμικό αγγειακό εγκεφαλικό επεισόδιο (ischaemia cerebralis transitoria)
che non vuole attaccarsi al senoφόβος για τη θηλή του μαστού
complesso di attacco alla membranaσύμπλοκο προσβολής της μεμβράνης
organo di attaccoόργανο προσκόλλησης
organo di attaccoάγκιστρο στήριξης
organo di attaccoαπτήρας
punto di controllo dell'attacco al fusoπεριοχή ελέγχου της σύνδεσης στην άτρακτο
punto di controllo dell'attacco al fusoσημείο ελέγχου της σύνδεσης στην άτρακτο
regione di attacco al fusoπεριοχή ελέγχου της σύνδεσης στην άτρακτο
regione di attacco al fusoσημείο ελέγχου της σύνδεσης στην άτρακτο
regioni di attacco alla matriceπεριοχές σχετιζόμενες με το ικρίωμα
regioni di attacco alla matriceπεριοχές σύνδεσης στη θεμέλια ουσία
sito di attaccoθέση att
sito di attaccoθέση προσκόλλησης
sito di attacco alla matriceπλευρά πρόσδεσης στη θεμέλια ουσία
sito di attacco dell'aminoacidoθέση δέσμευσης αμινοξέος
terapia d'attaccoθεραπεία εφόδου