Subject | Italian | Greek |
polit., loc.name., fin. | aiuto a finalità regionale | περιφερειακή ενίσχυση |
polit., loc.name., fin. | aiuto a finalità regionale | ενίσχυση περιφερειακού σκοπού |
econ., commer. | aiuto a finalità regionale agli investimenti | περιφερειακή επενδυτική ενίσχυση |
econ., commer. | aiuto a finalità regionale al funzionamento | περιφερειακή λειτουργική ενίσχυση |
econ. | aiuto a finalità regionale preferenziale | ενίσχυση για λόγους περιφερειακής προτίμησης |
econ., commer. | aiuto a finalità regionale soggetto a notifica | κοινοποιήσιμες περιφερειακές ενισχύσεις |
econ., polit., loc.name. | aiuto allo sviluppo regionale | ενισχύσεις για την περιφερειακή ανάπτυξη |
econ., commer. | aiuto per investimenti a finalità regionale | περιφερειακή επενδυτική ενίσχυση |
econ. | aiuto regionale | περιφερειακές ενισχύσεις |
polit., loc.name., fin. | aiuto regionale | ενίσχυση περιφερειακού σκοπού |
polit., loc.name., fin. | aiuto regionale | περιφερειακή ενίσχυση |
econ., commer. | aiuto regionale agli investimenti | περιφερειακή επενδυτική ενίσχυση |
econ. | aiuto regionale per situazione eccezionale | περιφερειακή ενίσχυση λόγω εκτάκτων περιστάσεων |
econ. | i regimi generali d'aiuti a finalità regionale | το γενικό καθεστώς ενισχύσεων περιφερειακής πολιτικής |
gen. | regime di aiuti a finalità regionale | καθεστώς περιφερειακών ενισχύσεων |
gen. | regime di aiuti a finalità regionale | καθεστώς ενίσχυσης με περιφερειακή σκοπιμότητα |
econ. | regime di aiuti agli investimenti regionali | σχέδιο περιφερειακών επενδυτικών ενισχύσεων |
fin. | regime di aiuti regionali | καθεστώς περιφερειακών ενισχύσεων |
fin. | regime di aiuti regionali | καθεστώς παροχής ενίσχυσης στην περιφέρεια |
econ. | riduzione nella concessione di aiuti regionali | μείωση της κάλυψης της περιφερειακής ενίσχυσης |