Italian | Greek |
accordare la dispensa dalla presentazione di un documento al momento del compimento delle formalità doganali | δεν απαιτώ την προσκόμιση εγγράφου κατά τη διεξαγωγή των τελωνειακών διατυπώσεων |
Accordo interno tra i rappresentanti dei governi degli Stati membri, riuniti in sede di Consiglio, relativo al finanziamento ed alla gestione degli aiuti della Comunità nel quadro del protocollo finanziario dell'accordo di partenariato tra gli Stati dell'Africa, dei Caraibi e del Pacifico, da un lato, e la Comunità Europea e i suoi Stati membri, dall'altro, firmato a Cotonou Benin il 23 giugno 2000, ... | Εσωτερική Συμφωνία μεταξύ των αντιπροσώπων των κυβερνήσεων των ΚΜ, συνελθόντων στα πλαίσια του Συμβουλίου, για τη χρηματοδότηση και τη διαχείριση των ενισχύσεων της Κοινότητας στο πλαίσιο του χρηματοδοτικού πρωτοκόλλου της συμφωνίας εταιρικής σχέσης μεταξύ των κρατών ΑΚΕ, και της ΕΚ και των ΚΜ της, η οποία υπογράφηκε στο Κοτονού του Μπενίν, στις 23.6.00, καθώς και για τη χορήγηση χρηματοδοτικής ενίσχυσης στις υπερπόντιες χώρες και εδάφη για τις οποίες ισχύουν οι διατάξεις του 4ου μέρους της συνθήκης ΕΚ |
accordo relativo al nuovo calendario di rimborso del debito ufficiale | συμφωνία για την αναδιάταξη του χρέους της χώρας |
accordo relativo al servizio internazionale del risparmio | συμφωνία που αφορά στην διεθνή υπηρεσία ταχυδρομικού ταμιευτηρίου |
acquistare al listino | αγοράζω στη λήξη της συνεδρίασης |
acquisto di titoli al prezzo minimo | αγορά μετοχών σε πολύ χαμηλά επίπεδα |
acquisto di titoli al prezzo minimo | αγορά μετοχών σε πολύ χαμηλή τιμή |
adeguamento al valore di mercato | αποτίμηση στην τρέχουσα τιμή |
adeguamento al valore di mercato | αποτίμηση σε τρέχουσες τιμές της αγοράς |
adeguamento giornaliero simmetrico al valore di mercato della garanzia | καθημερινή συμμετρική αποτίμηση των περιθωρίων σε τρέχουσες τιμές |
aiuto al consumo | ενίσχυση στην κατανάλωση |
aiuto al consumo | ενίσχυση για την παραγωγή |
aiuto al funzionamento | λειτουργική ενίσχυση |
aiuto al funzionamento | ενίσχυση στη λειτουργία |
aiuto al reddito | συμπλήρωμα των μέσων διαβίωσης |
aiuto al reddito | εισοδηματική ενίσχυση |
aiuto al reddito | ενίσχυση στο εισόδημα |
aiuto al riadattamento | ενίσχυση επαναπροσαρμογής |
aiuto al riadattamento | ενίσχυση αναπροσαρμογής |
aiuto al riporto | ενίσχυση στη μεταφορά |
aiuto al riporto | ενίσχυση μεταφοράς |
aiuto al salvataggio | ενίσχυση διάσωσης |
aiuto alla produzione connesso al contratto | ενίσχυση στην παραγωγή ανάλογα με τη σύμβαση |
aiuto relativo al ripianamento dei debiti | ενίσχυση που συνδέεται με τις διαγραφές χρεών |
ammontare delle spese di fatturazione al titolare della carta | ποσό προμήθειας για χρέωση σε κάρτα |
appello al pubblico risparmio | προσφορά με δημόσια εγγραφή |
appello al pubblico risparmio | διάθεση τίτλων στο κοινό |
appello al pubblico risparmio | δημόσια προσφορά |
approccio del premio al rischio | προσέγγιση τιμήματος κινδύνου |
attenuare le formalità imposte al commercio | απλούστευση των επιβαλλομένων στο εμπόριο διατυπώσεων |
attività al dettaglio | άμεσες συναλλαγές με το κοινό |
autorità preposta al rilascio della licenza | φορέας χορήγησης αδειών |
autorizzazione al finanziamento | φορέας δανειστής |
autorizzazione al finanziamento | εξουσιοδότηση δανειοδότησης |
avente diritto al dividendo | μερισμός σε μεταφορά |
avente diritto al dividendo | επιμερισμός μερισμάτων |
avente diritto al dividendo | δικαιούχος μερίσματος |
azione al portatore | μετοχή "εις τον κομιστήν" |
azione emessa al valore nominale | μετοχή που εκδίδεται στην ονομαστική της αξία |
bilancio al lordo | μη συναίρεση |
caccia al premio | κυνήγι επιδοτήσεων |
campagna di "accesso al mercato in Giappone" | εκστρατεία "Πύλη στην Ιαπωνία" |
che ha diritto al dividendo | επιμερισμός μερισμάτων |
che ha diritto al dividendo | μερισμός σε μεταφορά |
che ha diritto al dividendo | δικαιούχος μερίσματος |
clausole relative al segreto bancario | ρήτρες περί τραπεζικού απορρήτου |
clausole relative al segreto bancario | διατάξεις περί τραπεζικού απορρήτου |
Comitato consultivo relativo al regime applicabile alle importazioni | συμβουλευτική επιτροπή για το κοινό καθεστώς εισαγωγών |
comitato di gestione per gli aiuti al reddito agricolo | επιτροπή διαχειρίσεως των ενισχύσεων στο γεωργικό εισόδημα |
comitato per l'adeguamento al progresso tecnico delle direttive miranti alla rimozione degli ostacoli tecnici agli scambi nel settore dei prodotti cosmetici | Επιτροπή για την προσαρμογή στην τεχνική πρόοδο των οδηγιών που αποσκοπούν στην εξάλειψη των τεχνικών εμποδίων στις συναλλαγές στον τομέα των καλλυντικών προϊόντων |
commercializzazione al dettaglio | διάθεση στο λιανικό εμπόριο |
Commissione mista dell'accordo tra la Svizzera e la CEE relativo al traffico di perfezionamento nel settore tessile | μεικτή επιτροπή της συμφωνίας ΕΟΚ-Ελβετίας για τη διακίνηση εμπορευ- μάτων για τελειοποίηση στον κλάδο της κλωστοϋφαντουργίας |
con avversione al rischio | αποφυγή του κινδύνου |
con diritto al dividendo | επιμερισμός μερισμάτων |
con diritto al dividendo | δικαιούχος μερίσματος |
con diritto al dividendo | μερισμός σε μεταφορά |
con diritto al pagamento del dividendo | δικαιούχος μερίσματος |
con diritto al pagamento del dividendo | επιμερισμός μερισμάτων |
con diritto al pagamento del dividendo | μερισμός σε μεταφορά |
Confederazione europea del commercio al dettaglio | Ευρωπαϊκή Συνομοσπονδία Λιανικού Εμπορίου |
constatare l'esattezza dell'imputazione al bilancio | βεβαιώνω την ακρίβεια του καταλογισμού στον προϋπολογισμό |
contabilità al costo attuale | λογιστική τρέχοντος κόστους |
contabilità al costo attuale | λογιστική καταγραφή τρέχοντος κόστους |
Convenzione europea relativa al regime doganale delle piattaforme di scarico utilizzate nei trasporti internazionali | Ευρωπαϊκή Σύμβαση για το τελωνειακό καθεστώς των παλετών που χρησιμοποιούνται κατά τις διεθνείς μεταφορές |
Convenzione internazionale di assistenza amministrativa reciproca al fine di prevenire, ricercare e reprimere le infrazioni doganali | Διεθνής Σύμβαση αμοιβαίας παροχής διοικητικής συνδρομής με στόχο την πρόληψη, διερεύνηση και καταστολή των τελωνειακών παραβάσεων |
Convenzione relativa al diritto di bollo in materia di assegni bancari | Σύμβαση "περί χαρτοσημάνσεως των επιταγών" |
convenzione relativa al regime doganale dei container utilizzati nel trasporto internazionale nel quadro di un pool | σχέδιο Σύμβασης για την κοινοπραξία διεθνών μεταφορών εμπορευματοκιβωτίων |
copertura in base al delta | αντιστάθμιση με δέλτα |
copertura in base al delta | αντιστάθμιση με τη χρήση του δέλτα |
copertura in base al delta | αντιστάθμιση κινδύνου δέλτα |
correzione al ribasso delle previsioni delle risorse proprie | διόρθωση προς τα κάτω των προβλέψεων των ιδίων πόρων |
credito al consumatore | καταναλωτικό δάνειο |
credito al consumatore | καταναλωτική πίστωση |
credito al consumo | πίστωση στην κατανάλωση |
credito al consumo | καταναλωτικό δάνειο |
credito al consumo | καταναλωτική πίστωση |
designazione al contrario | αντίστροφος προσδιορισμός |
Direttiva 2006/48/CE del Parlamento europeo e del Consiglio relativa all'accesso all'attività degli enti creditizi ed al suo esercizio rifusione | Οδηγία 2006/48/EK του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου Και του Συμβουλίου, της 14ης Ιουνίου 2006 , σχετικά με την ανάληψη και την άσκηση δραστηριότητας πιστωτικών ιδρυμάτων αναδιατύπωση |
direttiva relativa al coefficiente di solvibilità | οδηγία για το συντελεστή φερεγγυότητας των πιστωτικών ιδρυμάτων |
diritto al "buy-in" | δικαίωμα αγοράς τίτλων με τη μέθοδο "buy-in" |
diritto al rimborso del conferimento | δικαίωμα επιστροφής της εισφοράς |
diritto proporzionale al valore | επιβάρυνση σε σχέση με την αξία |
disciplina interna relativa al credito | κανονιστικές διατάξεις σχετικά με το πιστωτικό σύστημα |
disciplina interna relativa al credito | εσωτερικές ρυθμίσεις σχετικά με το πιστωτικό σύστημα |
distribuzione al minuto | λιανική διανομή |
distribuzione dell'emissione al pubblico | διάθεση της έκδοσης στο κοινό |
distribuzione neutrale al rischio | ουδέτερη ως προς τον κίνδυνο κατανομή |
effetto ammissibile al rifinanziamento | αξιόγραφο που γίνεται δεκτό για επαναχρηματοδότηση |
esposizione al rischio | άνοιγμα |
esposizione al rischio | ανάληψη κινδύνων |
essere oggetto di un ordine di pagamento al netto | ένταλμα πληρωμής για το καθαρό πoσσ |
Federazione del commercio tedesco al dettaglio | κύρια ένωση του γερμανικού λιανικού εμπορίου |
Foro sociale europeo per il commercio al dettaglio | ευρωπαϊκό κοινωνικό φόρουμ λιανικού εμπορίου |
garanzia di partecipazione al capitale proprio | εγγύηση συμμετοχής στο κεφάλαιο |
idoneità al finanziamento | επιλεξιμότητα προς χρηματοδότηση |
impianti destinati al deposito | αποθηκευτική εγκατάσταση |
imposizione in base al domicilio fiscale | φορολόγηση στην κατοικία |
imposizione in base al domicilio fiscale | φορολόγηση με βάση την κατοικία |
imputare al bilancio | καταλογίζω στον προϋπολογισμό |
imputare al conto | καταλογίζω στον προϋπολογισμό |
imputazione della spesa al bilancio | καταλογισμός της δαπάνης στον προϋπολογισμό |
incremento dei prezzi al consumo | ποσοστό πληθωρισμού |
indennità di nuova sistemazione al momento della cessazione dal servizio | αποζημίωση επανεγκαταστάσεως κατά την οριστική λήξη των καθηκόντων |
indice dei prezzi al consumo europeo | ευρωπαϊκός δείκτης τιμών καταναλωτή |
indice europeo dei prezzi al consumo | ευρωπαϊκός δείκτης τιμών καταναλωτή |
la Banca europea per gli investimenti fa appello al mercato dei capitali | η Eυρωπα2bκή Tράπεζα Eπενδύσεων προσφεύγει στην κεφαλαιαγορά |
la disciplina relativa al credito | η ρύθμιση σχετικά με το πιστωτικό σύστημα |
la participazione finanziaria al capitale delle società | η συμμετοχή στο κεφάλαιο εταιριών |
l'accordo riguardante principalmente i prodotti chimici,addizionale al protocollo di Ginevra | η συμφωνία περί των χημικών κυρίως προϊόντων,που αποτελεί προσθήκη του πρωτοκόλλου της Γενεύης |
metodo di pagamento dell'interesse insieme al capitale | μέθοδος βελτίωσης, επέκτασης, προσθήκης κάθε μορφής |
obbligazione al portatore | χρεώγραφο στον κομιστή |
obbligazione al portatore | ομολογία στον κομιστή |
obbligazione indicizzata al tasso dei prodotti di base | ομολογία καταχωρημένη επί βασικών προϊόντων |
obbligazione legata al prezzo dei prodotti di base | ομολογία σχετική με βασικά προϊόντα |
offerta al pubblico | δημόσια προσφορά |
offerta al pubblico | διάθεση τίτλων στο κοινό |
offerta al pubblico | προσφορά με δημόσια εγγραφή |
operatore tenuto al rendiconto giornaliero delle quotazioni | καταγραφέας τιμών χρηματιστηρίου |
operazione al meglio | εντολή πώλησης στην καλύτερη δυνατή τιμή |
operazione al meglio | εντολή πώλησης σε ακαθόριστη τιμή |
ordine al meglio | εντολή πώλησης στην αγοραία αξία |
ordine al meglio | εντολή "με την καλύτερη τιμή" |
organismi di credito al consumo | πιστωτικά ιδρύματα καταναλωτικής πίστης πωλήσεων με δόσεις κ.λ.π. |
organismo di controllo degli aiuti al settore oleicolo | οργανισμός ελέγχου ενισχύσεων ελαιολάδου |
partecipazione al capitale | συμμετοχή στο μετοχικό κεφάλαιο |
partecipazione al capitale sociale | συμμετοχή στο μετοχικό κεφάλαιο |
partecipazione parziale al rischio per i titoli sovrani | μερική συμμετοχή στον κίνδυνο όσον αφορά τα κρατικά ομόλογα |
partecipazione parziale al rischio per i titoli sovrani | μερική συμμετοχή στον κίνδυνο |
potenziale di movimento al rialzo | ανοδικό δυναμικό |
potenziale di movimento al rialzo | ανοδική δυνατότητα τιμής |
potenziale di movimento al ribasso | πτωτικό δυναμικό |
potenziale di movimento al ribasso | πτωτική δυνατότητα τιμής |
premio al cracking | διαιτησία τιμής αργού/διυλισμένου πετρελαίου |
premio al reddito | πριμοδότηση εισοδήματος |
premio di rinuncia al reimpianto | πριμοδότηση για παραίτηση από την επαναφύτευση |
prestito consentito in base al mandato | υπό εντολή δανειοδότηση |
prestito ipotecario al cliente finale | τελικό ενυπόθηκο δάνειο |
prodotto di investimento al dettaglio | επενδυτικό προϊόν για το ευρύ επενδυτικό κοινό |
prodotto di investimento al dettaglio preassemblato | δέσμη επενδυτικών προϊόντων για ιδιώτες επενδυτές |
prodotto di investimento al dettaglio sostitutivo | υποκατάστατο επενδυτικό προϊόν για μικροεπενδυτές |
prodotto sottoposto al regime dei prelievi agricoli | προïόν που υπόκειται στο καθεστώς των γεωργικών εισφορών |
programma della Commissione per migliorare, intorno al 2000, la gestione degli stanziamenti comunitari Sound and Efficient management - Gestione sana ed efficace | Πρόγραμμα για τη βελτίωση της δημοσιονομικής διαχείρισης ; Πρόγραμμα βελτίωσης της οικονομικής διαχείρισης της Επιτροπής; Πρόγραμμα βελτίωσης της χρηματοοικονομικής διαχείρισης της Επιτροπής |
programma di sostegno all'industria, alle regioni e al commercio | πρόγραμμα στήριξης της βιομηχανίας, των περιφερειών και του εμπορίου |
propensione al risparmio | αποταμιευτική τάση |
proposte formulate dalle borse al fine di promuovere i sistemi transfrontalieri d'informazione sui prezzi | προτάσεις από τα χρηματιστήρια για την προώθηση των διασυνοριακών συστημάτων πληροφοριών όσον αφορά τις τιμές |
quota al FMI | ποσοστό συμμετοχής στο ΔNT |
quota al FMI | μερίδιο στο ΔNT |
raccogliere fondi al minor costo possibile | αντλώ πόρους με το χαμηλότερο δυνατό κόστος |
regime comunitario di aiuti al prepensionamento in agricoltura | κοινοτικό καθεστώς παροχής ενισχύσεων στην πρόωρη συνταξιοδότηση των γεωργών |
regime di aiuti al ritiro dei seminativi | καθεστώς ενισχύσεων για την προσωρινή παύση της καλλιέργειας των αρόσιμων γαιών |
regime di aiuti al ritiro dei seminativi | ενισχύσεις που αφορούν την παύση καλλιέργειας αρόσιμων γαιών |
regime di aiuti diretti al reddito | άμεση ενίσχυση στο εισόδημα |
regime d'indennizzo in base al numero di animali commercializzati | πρόγραμμα αποζημιώσεων για την εμπορία βοείου κρέατος |
regolamento finanziario applicabile al bilancio generale delle Comunità europee | δημοσιονομικός κανονισμός που εφαρμόζεται στον γενικό προϋπολογισμό των Ευρωπαϊκών Κoινοτήτων |
relazione mensile della Commissione al Parlamento e al Consiglio | μηνιαία έκθεση της Επιτροπής στο Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο |
rendimento al rimborso | απόδοση στη λήξη |
rendimento al rimborso | απόδοση κατά τη λήξη |
rendimento al rimborso anticipato | απόδοση μέχρι την αγορά |
richiedere che si proceda al pagamento | απαιτώ τη διενέργεια πληρωμής |
ricorso al risparmio locale | προσφυγή στην εγχώρια αποταμίευση |
ricorso al subappalto | υπεργολαβική ανάθεση |
rimborso al valore nominale | εξόφληση στο άρτιο |
rimborso al valore nominale | εξόφληση στην ονομαστική αξία |
rinuncia al credito | εγκατάλειψη απαίτησης |
rischio dovuto al tasso | κίνδυνος επιτοκίων |
risorsa propria attribuibile al bilancio | ίδιος πόρος που προβλέπεται ότι θα χορηγηθεί στον προϋπολογισμό |
rivenditore al minuto | λιανοπωλητής |
scarto di arbitraggio inferiore al normale | αντίστροφο spread |
scommessa al totalizzatore | συνομολόγηση στοιχήματος με βάση την αρχή του αμοιβαίου στοιχήματος |
sdoganamento al ritorno | εκτελωνισμός στην επιστροφή |
servizi finanziari al dettaglio | λιανικές χρηματοπιστωτικές υπηρεσίες |
servizi interni al gruppo | υπηρεσίες εντός του ομίλου |
servizi interni al gruppo | παροχή διεταιρικών υπηρεσιών στο εσωτερικό του ομίλου |
smantellamento al di fuori del regime automatico | κατάργηση εκτός του αυτομάτου καθεστώτος |
sottoporre al controllore finanziario | υποβάλλω στο δημοσιονομικό ελεγκτή |
sottoporre il progetto di bilancio al Parlamento | καταθέτω το σχέδιο του προϋπολογισμού στο Κοινοβούλιο |
sottrazione di una merce al controllo doganale | υπεξαίρεση εμπορεύματος από την τελωνειακή επιτήρηση |
spesa considerata come ammessa,per quanto attiene al suo principio | δαπάνη η οποία θεωρείται ότι έχει γίνει αποδεκτή καταρχήν |
spese amministrative connesse al transito | διοικητικές δαπάνες διαμετακόμισης |
spese di servizio per carichi inferiori al container | έξοδα εξυπηρέτησης φορτίου μικρότερου του εμπορευματοκιβωτίου |
Stati finanziari della Comunità europea del carbone e dell'acciaio al 31.12.89 e al 31.12.88 | δημοσιονομικές καταστάσεις της Ευρωπαϊκής Κοινότητας ΄Ανθρακα και Χάλυβα στις 31 Δεκεμβρίου 1989 και 31 Δεκεμβρίου 1988 |
Stato membro partecipante al tasso di conversione | συμμετέχον κράτος μέλος |
strumento assimilato al contante | μέσο εξομοιούμενο με μετρητά |
strumento inerente al tasso di cambio | μέσα σχετικά με συνάλλαγμα |
tassazione in base al peso | δασμολόγηση κατά βάρος |
teoria della partecipazione al mercato | θεωρία εύρους αγοράς |
titolo al portatore | αξιόγραφο εις τον κομιστή |
titolo al portatore | αξιόγραφο στον κομιστή |
titolo al portatore | τίτλος στον κομιστή |
titolo al portatore | έγγραφο στον κομιστή |
titolo al portatore | έγγραφο εις τον κομιστή |
titolo al portatore identificabile | τίτλος με δυνατότητα προσδιορισμού του κομιστή |
titolo al rialzo | ανοδική έκδοση ομολογιών |
titolo al rialzo e al ribasso | ανοδική και καθοδική ομολογία |
titolo al rialzo e al ribasso | δάνεια με αντίρροπη ευαισθησία |
una unione doganale che si estende al complesso degli scambi di merci | τελωνειακή ένωση που εκτείνεται στο σύνολο των εμπορευματικών συναλλαγών |
uscita dalle misure di sostegno pubblico al settore finanziario | έξοδος από τη χρηματοοικονομική κρίση |
utili al lordo degli oneri finanziari e delle imposte | κέρδη προ φόρων και τόκων |
valido sino al | ισχύει μέχρι |
valore aggiunto netto al costo dei fattori per unità di lavoro | καθαρή προστιθέμενη αξία σε τιμές συντελεστών παραγωγής ανά μονάδα εργασίας |
valore contrattuale al netto dell'aiuto | συμβατική αξία πριν από τη χορήγηση της ενίσχυσης |
valore dell'attivo al costo corrente | τρέχον κόστος αξιών ενεργητικού |
valore rapportato al tempo | χρονική αξία οψιόν |
valutazione al valore equo | αποτίµηση στην εύλογη αξία |
vendita a prezzo inferiore al prezzo non pregiudizievole | πώληση με χαμηλότερη τιμή |
vendita al minuto | λιανική πώληση |
vendita dal produttore al dettagliante | απευθείας πώληση από τους παραγωγούς στα σημεία πωλήσεως |
vendita diretta dal produttore al consumatore | απευθείας πώληση από τους παραγωγούς στους καταναλωτές |
warrant legato al titolo | πιστοποιητικό επιλογής που επισυνάπτεται στην ομολογία |