Sign in
|
English
|
Terms of Use
Dictionary
Forum
Contacts
Italian
⇄
Greek
Italian
Russian
Terms
for subject
Social science
containing
Al
|
all forms
|
exact matches only
Italian
Greek
addetto/a
al
ricevimento
υπάλληλος υποδοχής
άνδρας/γυναίκα
aiuto
al
prepensionamento
ενίσχυση για πρόωρη συνταξιοδότηση
aiuto
al
reddito
ενίσχυση του εισοδήματος
aiuto
al
reddito agricolo
ενισχύσεις στο γεωργικό εισόδημα
aiuto equivalente
al
pensionamento anticipato
ενισχύσεις αντίστοιχες προς την πρόωρη συνταξιοδότηση
attitudini
al
lavoro
ικανότητες προς εργασία
avuto riguardo
al
ritmo delle specializzazioni necessarie
λαμβάνοντας υπ'όψη τον ρυθμό των αναγκαίων εξειδικεύσεων
bambino nato con affezioni conseguenti
al
lavoro materno
παιδί που γεννήθηκε με βλάβες οφειλόμενες στην εργασία της μητέρας
Comitato per l'adeguamento
al
progresso tecnico - sicurezza dei giocattoli
επιτροπή για την προσαρμογή στην τεχνική πρόοδο σχετικά με την ασφάλεια των παιχνιδιών
Convenzione relativa
al
collocamento dei marinai
Σύμβαση "περί ευρέσεως εργασίας εις ναυτικούς"
Convenzione relativa
al
lavoro notturno degli adolescenti nelle industrie
Σύμβαση "περί νυκτερινής εργασίας των παιδιών εις την βιομηχανίαν"
Croce
al
valore militare
Σταυρός της Στρατιωτικής Αξίας
Encomio "
Al
Valor di Marina"
Αριστείο Ναυτικής Ανδρείας
inabilità
al
lavoro
ανίκανος προς εργασία
indennità
al
primo figlio
επίδομα πρώτου τέκνου
Medaglia
al
Merito Civile
Μετάλλιο Αξίας Πολίτη
Medaglia
al
Valor Civile
Μετάλλιο Ανδρείας Πολίτη
Medaglia "
Al
Valor di Marina"
Μετάλλιο Ναυτικής Ανδρείας
Medaglia "
Al
Valore Aeronautico"
Μετάλλιο Αεροναυτικής Ανδρείας
mediazione
al
lavoro
προπαίδευση σε θέση εργασίας και βοήθεια στον εργαζόμενο
neutro rispetto
al
genere
ουδέτερος ως προς το φύλο
neutro rispetto
al
sesso
ουδέτερος ως προς το φύλο
non riconoscimento dell'inabilità
al
lavoro
μη αναγνώριση ανικανότητας προς εργασία
persone abili
al
lavoro
υγιή άτομα
programma d'azioni per la realizzazione di un migliore equilibrio in seno
al
Parlamento europeo
πρόγραμμα δράσεων του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου για την επίτευξη μεγαλύτερης ισορροπίας
programma di aiuti
al
reddito agricolo
Πρόγραμμα Ενισχύσεων στο Γεωργικό Εισόδημα
programma mondiale d'azione delle Nazioni Unite per la gioventù fino
al
2000 e oltre
Παγκόσμιο Πρόγραμμα Δράσης για τη Νεολαία εν όψει του 2000 και μετά το 2000
Protocollo
al
codice europeo di sicurezza sociale
Πρωτόκολλο στον Ευρωπαϊκό Κώδικα κοινωνικής ασφάλειας
relazione della Commissione
al
Consiglio europeo di primavera
εαρινή έκθεση της Επιτροπής
rinuncia parziale
al
rimborso
μερική παραίτηση από την απόδοση των δαπανών
ripartizione di lavoro retribuito e non retribuito in base
al
sesso
κατανομή κατά φύλο της αμειβόμενης και μη αμειβόμενης εργασίας
rivenditore
al
minuto
μικρολαθρέμπορος
rivenditore
al
minuto
μικροπρομηθευτές ναρκωτικών
significativo in relazione
al
genere
συνάφεια προς τη διάσταση του φύλου
significativo in relazione
al
genere
συνάφεια από πλευράς φύλου
società determinata
al
suo interno
ενδο-κατευθυνόμενη κοινωνία
valutazione d'impatto rispetto
al
sesso
εκτίμηση των επιπτώσεων
μιας πολιτικής
ανάλογα με το φύλο
Get short URL