DictionaryForumContacts

   English
Terms for subject Finances containing gain | all forms | exact matches only
EnglishGreek
capital gainυπεραξία των στοιχείων του ενεργητικού
chargeable gainφορολογητέα υπεραξία
efficiency gainενίσχυση της αποτελεσματικότητας
exceptional gainέκτακτη υπεραξία
exchange rate gainκέρδος συναλλαγματικής τιμής
exchange rate gainκέρδος εξωτερικού συναλλάγματος
final gain or lossτελικό αποτέλεσμα,θετικό ή αρνητικό
gain exposureαπόκτηση πρόσβασης
gain exposureέκθεση
holding gainκέρδη
immovable capital gainυπεραξία ακινήτων
paper gainμη πραγματοποιηθέν κέρδος
revaluation gainκέρδη από την αναπροσαρμογή ; κέρδη αναπροσαρμογής
short-term capital gainυπεραξία βραχυπρόθεσμων κεφαλαίων
speculative gainκερδοσκοπικό κέρδος
taxable gainφορολογητέο κέρδος
unrealised gainμη πραγματοποιηθέν κέρδος
unrealised gain/lossμη πραγματοποιηθέντα κέρδη / μη πραγματοποιηθείσες ζημίες
unrealised gainsμη πραγματοποιηθέντα κέρδη
unrealised gains/lossesμη πραγματοποιηθέντα κέρδη / μη πραγματοποιηθείσες ζημίες