Sign in
|
English
|
Terms of Use
Dictionary
Forum
Contacts
English
⇄
Afrikaans
Arabic
Bulgarian
Chinese
Czech
Danish
Dutch
English
Esperanto
Finnish
French
German
Greek
Hungarian
Irish
Italian
Japanese
Lithuanian
Maltese
Norwegian Bokmål
Polish
Portuguese
Romanian
Russian
Scottish Gaelic
Serbian Latin
Slovene
Spanish
Swedish
Ukrainian
Uzbek
Terms
for subject
Communications
containing
gain
|
all forms
|
exact matches only
English
Greek
absolute
gain
ισοτροπική απολαβή
adjustable high
gain
terminal
ρυθμιζόμενο τερματικό υψηλής απολαβής
automatic color
gain
control
αυτόματος έλεγχος χρώματος
automatic colour
gain
control
αυτόματος έλεγχος χρώματος
automatic
gain
control
αυτόματος έλεγχος απολαβής
automatic
gain
control
αντιδιαλειπτική διάταξη
automatic
gain
control
αυτόματος έλεγχος κέρδους
automatic
gain
control
αυτόματη ρύθμιση απολαβής
beam-edge
gain
απολαβή στο άκρο δέσμης
biased automatic
gain
control
πολωμένος αυτόματος έλεγχος κέρδους για δέκτη
biased automatic
gain
control
καθυστερημένος αυτόματος έλεγχος κέρδους για δέκτη
box to
gain
access to different services
"κουτί" πρόσβασης σε διαφορετικές υπηρεσίες
composite
gain
in apparent power
απόσβεση λειτουργίας
DC
gain
απολαβή DC
delayed automatic
gain
control
καθυστερημένος αυτόματος έλεγχος κέρδους για δέκτη
delayed automatic
gain
control
πολωμένος αυτόματος έλεγχος κέρδους για δέκτη
dot
gain
άπλωμα της κουκίδας
dynamic
gain
δυναμική απολαβή
feed/subreflector
gain
απολαβή δευτερεύοντος κατόπτρου σηματοτροφοδότησης
feed/subreflector
gain
απολαβή δευτερεύοντος ανακλαστήρα σηματοτροφοδότησης
gain
/frequency distortion
παραμόρφωση απολαβής/συχνότητας
gain
-limited sensitivity
ευαισθησία περιοριζόμενη λόγω ενίσχυσης
gain
relative to a half-wave dipole
απολαβή αναφερόμενη σε δίπολο μισού μήκους κύματος
gain
variation
relative to the gain at an input level of-10 dBmO
μεταβολές απολαβής ως προς την απολαβή σε στάθμη εισόδου-10 dBmO
height
gain
κέρδος ύψους
height-
gain
function
συνάρτηση απολαβής-ύψους
insertion loss or
gain
απόσβεση παρεμβολής
instantaneous automatic
gain
control
στιγμιαίος αυτόματος έλεγχος απολαβής
isotropic
gain
ισοτροπική απολαβή
main axis
gain
απολαβή στον κύριο άξονα
main beam antenna
gain
απολαβή κύριας δέσμης κεραίας
main beam
gain
απολαβή κύριας δέσμης
main lobe antenna
gain
απολαβή κύριου λοβού κεραίας
main lobe
gain
απολαβή κύριου λοβού
main lobe
gain
degradation
υποβάθμιση κέρδους κύριου λοβού
main lobe
gain
loss
απώλεια απολαβής κύριου λοβού
off-beam antenna
gain
εξωδεσμική απολαβή κεραίας
on-axis transmit antenna
gain
αξονική απολαβή κεραίας εκπομπής
plane-wave
gain
απολαβή κεραίας σε επίπεδο κύμα
post-demodulation
gain
απολαβή μετά την αποδιαμόρφωση
power
gain
referred to a half-wave dipole
κέρδος ισχύος αναφερόμενο σε δίπολο μισού μήκους κύματος
power
gain
referred to an isotropic radiator
κέρδος ισχύος αναφερόμενο σε ισοτροπικό ακτινοβολητή
quiet automatic
gain
control
ασθενής αυτόματος έλεγχος κέρδους
reflection loss or
gain
κέρδος ανάκλασης
reflection loss or
gain
απώλεια ανάκλασης
side-lobe
gain
απολαβή πλευρικών λοβών
transducer loss or
gain
ενεργός απόσβεση
video
gain
μεγέθυνση εικόνας
video
gain
κέρδος
Get short URL