Subject | English | Greek |
mater.sc., met. | a considerable gain of time in determining the long-time mechanical properties | ένα σημαντικό κέρδισμα χρόνου στον προσδιορισμό μηχανικών ιδιοτήτων μακράς διάρκειας |
commun., el. | absolute gain | ισοτροπική απολαβή |
law, fin. | actually realized capital gain | πραγματική δημιουργία της υπεραξίας |
account. | actuarial gains and losses | αναλογιστικά κέρδη και ζημιές |
IT, el. | adjustable gain amplifier | ενισχυτής ρυθμιζόμενης απολαβής |
commun., IT | adjustable high gain terminal | ρυθμιζόμενο τερματικό υψηλής απολαβής |
el. | aerial directivity gain | κατευθυντική απολαβή κεραίας |
el. | aerial gain pattern | διάγραμμα απολαβής κεραίας |
el. | aerial gain-to-noise temperature | λόγος απολαβής προς θερμοκρασία θορύβου κεραίας |
el. | aerial height gain | απολαβή λόγω ύψους κεραίας |
IT, el. | AF gain | απολαβή ακουστικών συχνοτήτων |
IT, el. | amplified automatic gain control | ενισχυμένος αυτόματος έλεγχος απολαβής |
el. | amplifier gain | συντελεστής ενισχύσεως |
IT | amplifier with a programmable gain factor | ενισχυτής με προγραμματιζόμενο συντελεστή απόδοσης |
el. | angular gain decay exponent | γωνιακή διακριτότητα |
el. | antenna directivity gain | κατευθυντική απολαβή κεραίας |
el. | antenna gain pattern | διάγραμμα απολαβής κεραίας |
el. | antenna gain-to-noise temperature | λόγος απολαβής προς θερμοκρασία θορύβου κεραίας |
el. | antenna height gain | απολαβή λόγω ύψους κεραίας |
el. | antenna power gain | κέρδος ισχύος κεραίας |
el. | antenna power gain | απολαβή ισχύος κεραίας |
med. | antigen gain | απόκτηση νέου γονιδίου |
el. | apparent gain | φαινόμενη απολαβή |
el. | associated gain | συσχετιζόμενη απολαβή |
IT, el. | audio gain | απολαβή ακουστικών συχνοτήτων |
IT, el. | audiofrequency gain | απολαβή ακουστικών συχνοτήτων |
commun. | automatic color gain control | αυτόματος έλεγχος χρώματος |
commun. | automatic colour gain control | αυτόματος έλεγχος χρώματος |
commun. | automatic gain control | αυτόματος έλεγχος κέρδους |
commun. | automatic gain control | αντιδιαλειπτική διάταξη |
commun., IT | automatic gain control | αυτόματος έλεγχος απολαβής |
commun., transp. | automatic gain control | αυτόματη ρύθμιση απολαβής |
IT | automatic gain control circuit | κύκλωμα αυτομάτου ελέγχου ενίσχυσης |
IT, earth.sc. | automatic gain control circuit | κύκλωμα αυτόματου ελέγχου ενίσχυσης |
el. | automatic-gain-control circuit | κύκλωμα αυτομάτου ελέγχου απολαβής |
el. | available power gain | Κέρδος ισχύος διαθέσιμο |
el. | average off-beam gain | μέση απολαβή εκτός του άξονα της δέσμης |
el. | axial gain | αξονική απολαβή |
el. | beam center gain | απολαβή στον άξονα της δέσμης |
el. | beam centre gain | απολαβή στον άξονα της δέσμης |
commun., IT | beam-edge gain | απολαβή στο άκρο δέσμης |
commun., el. | biased automatic gain control | πολωμένος αυτόματος έλεγχος κέρδους για δέκτη |
commun., el. | biased automatic gain control | καθυστερημένος αυτόματος έλεγχος κέρδους για δέκτη |
commun., IT | box to gain access to different services | "κουτί" πρόσβασης σε διαφορετικές υπηρεσίες |
immigr. | brain gain | κέρδος εγκεφάλων (είναι μεταφορικό) |
immigr., social.sc. | brain gain | προσέλκυση εγκεφάλων |
gen. | breeding gain | όφελος επώασης |
fin. | capital gain | υπεραξία των στοιχείων του ενεργητικού |
market., fin. | capital gain | υπεραξία |
market., fin. | capital gain | υπεραξία κεφαλαίου |
market., fin. | capital gain | υπεραξία ενεργητικού |
market., fin. | capital gain | κεφαλαιακό κέρδος |
econ., fin., tax. | capital gain | κεφαλαιακή υπεραξία |
tax. | capital gain tax | φόρος υπεραξίας προερχομένης από εκχώρηση |
account. | capital gains | κέρδη κεφαλαίου |
market. | capital gains reinvested | επανεπενδυμένο κεφαλαιακό κέρδος |
law, fin. | capital gains rules | κανόνες περί κεφαλαιακών κερδών |
tax. | capital gains tax | φόρος υπεραξίας κεφαλαίων |
econ. | capital gains tax | φόρος υπεραξίας |
tax. | capital-gains tax | φόρος πάνω στα έσοδα τοθ κεφαλαίου |
econ. | capital gains taxes | φόροι επί των κερδών κεφαλαίου |
account. | changes in net worth due to neutral holding gains/losses | μεταβολές της καθαρής θέσης λόγω ουδέτερων κερδών/ζημιών κτήσης |
account. | changes in net worth due to nominal holding gains/losses | μεταβολές της καθαρής θέσης λόγω ονομαστικών κερδών/ζημιών κτήσης |
el. | channel-gain queue | ουρά αναμονής καναλικής απολαβής |
fin. | chargeable gain | φορολογητέα υπεραξία |
earth.sc., el. | chroma-differential gain | χρωμοδιαφορική απολαβή |
el. | circuit gain stability | σταθερότητα απολαβής κυκλώματος |
el. | closed-loop gain | κέρδος κλειστού βρόχου |
el. | closed-loop gain | κέρδος ενισχυτή με ανάδραση |
el. | closed-loop voltage gain | κέρδος τάσης κλειστού βρόχου |
el. | common-base current gain | υβριδική παράμετρος h |
el. | common-base current gain | κέρδος ρεύματος κοινής βάσης |
el. | common-emitter current gain | κέρδος ρεύματος κοινού εκπομπού |
el. | common-mode gain | κέρδος κοινού σήματος |
el. | common-source power gain | κέρδος ισχύος |
el. | common-source power gain | κοινή πηγή |
commun., el. | composite gain in apparent power | απόσβεση λειτουργίας |
el. | constant-gain region | περιοχή σταθερού κέρδους |
earth.sc. | conversion gain | κέρδος επωάσεως |
el. | current gain | κέρδος ρεύματος από παραμέτρους h |
el. | current gain | κέρδος ρεύματος υβριδική παράμετρος |
el. | current gain | κέρδος ρεύματος από παραμέτρους y |
el. | current gain | κέρδος ρεύματος |
el. | current-gain cut-off | πτώση κέρδους ρεύματος |
el. | current-gain cut-off | αποκοπή κέρδους ρεύματος |
el. | current-gain cut-off frequency | συχνότητα αποκοπής κέρδους ρεύματος |
el. | current-gain locus | Ανυσματικό διάγραμμα της παραμέτρου Άλφα ενός τρανζίστορ |
nat.sc., agric. | daily gain in weight | ημερήσια αύξηση βάρους |
agric. | daily gain in weight | μέση ημερήσια αύξηση βάρους |
nat.sc., agric. | daily weight gain | ημερήσια αύξηση βάρους |
agric. | daily weight gain | μέση ημερήσια αύξηση βάρους |
el. | 1 dB gain compression point | σημείο συμπίεσης απολαβής 1 dB |
commun., IT | DC gain | απολαβή DC |
commun., el. | delayed automatic gain control | καθυστερημένος αυτόματος έλεγχος κέρδους για δέκτη |
commun., el. | delayed automatic gain control | πολωμένος αυτόματος έλεγχος κέρδους για δέκτη |
el. | difference-mode gain | κέρδος διαφορικού σήματος |
el. | differential gain | διαφορική απολαβή |
IT, el. | differential-mode gain | διαφορική απολαβή |
gen. | direct gain | άμεσο κέρδος |
gen. | direct gain | άμεσο ενεργειακó κέρδος |
gen. | direct solar gain | άμεσο ενεργειακó κέρδος |
gen. | direct solar gain | άμεσο κέρδος |
el. | direction of maximum gain | κατεύθυνση μέγιστης απολαβής |
health. | directional gain | δείκτης κατευθυντικότητας |
el. | directive gain | κατευθυντική απολαβή |
el. | directivity gain-frequency characteristic | χαρακτηριστική κατευθυντικής απολαβής σε συνάρτηση με τη συχνότητα |
gen. | diversion of public funds for personal gain | εκτροπή των δημοσίων πόρων |
el. | diversity gain | διαφορική απολαβή |
commun., chem. | dot gain | άπλωμα της κουκίδας |
commun., IT | dynamic gain | δυναμική απολαβή |
IT, el. | dynamic gain values | τιμές δυναμικής απολαβής |
el. | effective aerial gain | ενεργός απολαβή κεραίας |
el. | effective antenna gain | ενεργός απολαβή κεραίας |
el. | effective gain | ενεργός απολαβή |
fin. | efficiency gain | ενίσχυση της αποτελεσματικότητας |
el. | energy gain | ενεργειακό κέρδος |
el. | equal-gain and selection diversity | διαφορικότητα ίσης απολαβής με επιλογή |
el. | equivalent aerial gain | ισοδύναμη απολαβή κεραίας |
el. | equivalent antenna gain | ισοδύναμη απολαβή κεραίας |
fin. | exceptional gain | έκτακτη υπεραξία |
market. | exchange gain | κέρδος από πώληση συναλλάγματος |
fin. | exchange rate gain | κέρδος συναλλαγματικής τιμής |
fin. | exchange rate gain | κέρδος εξωτερικού συναλλάγματος |
law, fin. | exemption on condition that gains are reinvested | απαλλαγή από τη φορολογία υπό τον όρο της επανεπένδυσης σε πάγια στοιχεία |
el. | extrapolated gain-frequency product | προεκβαλόμενο γινόμενο κέρδους-συχνότητας |
commun., IT | feed/subreflector gain | απολαβή δευτερεύοντος κατόπτρου σηματοτροφοδότησης |
commun., IT | feed/subreflector gain | απολαβή δευτερεύοντος ανακλαστήρα σηματοτροφοδότησης |
fin. | final gain or loss | τελικό αποτέλεσμα,θετικό ή αρνητικό |
IT, el. | fixed gain amplifier | ενισχυτής σταθερής απολαβής |
IT, el. | fixed gain buffer amplifier stage | βαθμίδα ενισχυτού απομόνωσης σταθερής απολαβής |
earth.sc., mech.eng. | flow gain | ενίσχυση ροής |
earth.sc., mech.eng. | flow gain-servo valve | σερβοβαλβίδα ενισχύσεως ροής |
earth.sc., mech.eng. | flow gain-servo valve | σερβοβαλβίδα ενισχύσεως παροχής |
el. | focusing gain | απολαβή εστίασης |
el. | forward current gain | κέρδος ρεύματος ορθής φοράς |
el. | forward current gain | ορθό κέρδος ρεύματος |
el. | forward insertion gain | κέρδος ορθής παρεμβολής |
el. | forward transmission gain | κέρδος ορθής παρεμβολής |
el. | free-space power gain | απολαβή ισχύος ελεύθερου χώρου |
el. | frequency at 3 dB gain point | συχνότητα στο σημείο απολαβής 3 dB |
el. | frequency independent gain function | συνάρτηση απολαβής ανεξάρτητα της συχνότητας |
comp., MS | gain adjustment | ρύθμιση απολαβής (A microphone feature that allows your input to be amplified so that it is made louder for use by the system) |
el. | gain aperture function | συνάρτηση απολαβής-ανοίγματος |
IT, el. | gain-bandwidth product | γινόμενο απολαβής και εύρους ζώνης |
el. | gain caused by a ridge | απολαβή λόγω κορυφής |
earth.sc., el. | gain control | ρύθμιση της έντασης |
el. | gain control dial | άντυγα ελέγχου απολαβής |
el. | gain cut-off relationship | σχέση κέρδους συχνότητας αποκοπής |
el. | gain degradation | υποβάθμιση απολαβής |
el. | gain drift | ολίσθηση κέρδους |
el. | gain drift | μεταβολή κέρδους |
fin. | gain exposure | απόκτηση πρόσβασης |
fin. | gain exposure | έκθεση |
el. | gain factor | παράγοντας απολαβής |
el. | gain fall | πτώση κέρδους |
el. | gain fall | μείωση κέρδους |
el. | gain-fall region | περιοχή πτώσης κέρδους |
el. | gain flatness | οριζοντιότητα απολαβής |
commun., IT | gain/frequency distortion | παραμόρφωση απολαβής/συχνότητας |
el. | gain frequency function | συνάρτηση απολαβής-συχνότητας |
transp., mater.sc. | gain-frequency response | μεταβολή απολαβής |
market. | gain from disposal loss from disposal | λογιστική διαφορά |
market. | gain from disposal loss from disposal | λογιστική ζημία |
market. | gain from disposal loss from disposal | λογιστικό κέρδος |
el. | gain function | συνάρτηση κέρδους |
stat. | gain function | λειτουργία κέρδους |
law, fin. | gain in real terms | πραγματική αύξηση της περιουσίας της επιχείρησης |
health. | gain in weight | αύξηση βάρους |
comp., MS | gain insight | αποκτώ επίγνωση (To attain deeper knowledge or a clearer perception of a given situation) |
el. | gain level linearity | σφάλμα ιχνηλάτησης απολαβής |
el. | gain level linearity | γραμμικότητα στάθμης απολαβής |
commun., IT | gain-limited sensitivity | ευαισθησία περιοριζόμενη λόγω ενίσχυσης |
el. | gain linearity | γραμμικότητα hFE |
el. | gain linearity | γραμμικότητα hfe |
tech., el. | gain loss | απώλειες περιβλήματος |
el. | gain loss from aperture blockage | απώλεια απολαβής λόγω μπλοκαρίσματος του ανοίγματος |
el. | gain matching | εξομοίωση κερδών |
el. | gain matching | αλληλοπροσαρμογή κερδών |
tech. | gain measuring instrument | κερδόμετρο |
tech. | gain measuring instrument | δείκτης ωφέλειαςενίσχυσης |
mech.eng. | gain metering jet | εγχυτήρας επαυξητικής δοσομέτρησης |
med. | gain of function | αύξηση λειτουργικότητας |
med. | gain of function mutation | μετάλλαξη επανάκτησης λειτουργικότητας |
account. | gain on disposal of investment not held on a long-term basis | διαφορές από πώληση συμμετοχών και χρεογράφων |
earth.sc., el. | gain potentiometer | ποτενσιόμετρο απολαβής |
commun., el. | gain relative to a half-wave dipole | απολαβή αναφερόμενη σε δίπολο μισού μήκους κύματος |
el. | gain relative to an isotropic radiator | απολαβή ανηγμένη σε ισοτροπική κεραία |
el. | gain slope | κλίση απολαβής |
transp. | gain stroke device | ενισχυτής διαδρομής |
el. | gain-temperature | απολαβή προς θερμοκρασία |
el. | gain tracking error | γραμμικότητα στάθμης απολαβής |
el. | gain tracking error | σφάλμα ιχνηλάτησης απολαβής |
commun. | gain variation relative to the gain at an input level of-10 dBmO | μεταβολές απολαβής ως προς την απολαβή σε στάθμη εισόδου-10 dBmO |
life.sc. | gaining stream | υδατοαπορροφητικόν ρεύμα |
tech., mech.eng. | heat gain | απορρόφηση θερμότητας |
tech., mech.eng. | heat gain | παροχή θερμότητας |
mater.sc., el. | heat gain | θερμικό κέρδος |
commun. | height gain | κέρδος ύψους |
IT | height-gain correction | διόρθωση απολαβής λόγω ύψους |
IT | height-gain factor | συντελεστής απολαβής λόγω ύψους |
commun., IT | height-gain function | συνάρτηση απολαβής-ύψους |
IT | high-gain amplifier | Ενισχυτής υψηλού κέρδους |
el. | high gain amplifier | ενισχυτής υψηλής απολαβής |
el. | high-gain spot-beam aerial | κεραία στενής δέσμης υψηλής απολαβής |
el. | high-gain spot-beam antenna | κεραία στενής δέσμης υψηλής απολαβής |
el. | high-current gain fall | πτώση κέρδους υψηλού ρεύματος |
earth.sc., el. | high-frequency gain fall | πτώση κέρδους υψηλής συχνότητας |
el. | high-temperature gain fall | πτώση κέρδους υψηλής θερμοκρασίας |
fin. | holding gain | κέρδη |
account. | holding gains/losses | κέρδη/ζημίες κτήσης |
el. | horizon aerial gain | απολαβή κεραίας κατά τον ορίζοντα |
el. | horizon antenna gain | απολαβή κεραίας κατά τον ορίζοντα |
IT, el. | horizontal gain | οριζόντια απολαβή |
el. | hybrid equivalent current gain | κέρδος ρεύματος υβριδικού ισοδύναμου |
el. | hybrid equivalent voltage gain | κέρδος τάσης υβριδικού ισοδύναμου |
fin. | immovable capital gain | υπεραξία ακινήτων |
law, fin. | imputed capital gain | τεκμαρτό κεφαλαιακό κέρδος |
IT | in-beam gain | ενδοδεσμική απολαβή |
IT | in-beam gain | απολαβή μέσα στον κύριο λοβό |
gen. | indirect gain | έμμεσο κέρδος |
gen. | indirect gain | έμμεσο ενεργειακó κέρδος |
gen. | indirect solar gain | έμμεσο ενεργειακó κέρδος |
gen. | indirect solar gain | έμμεσο κέρδος |
el. | inherent large-signal current gain | συμφυές κέρδος ρεύματος ισχυρού σήματος |
el. | insertion gain | προστιθέμενο κέρδος |
commun., el. | insertion loss or gain | απόσβεση παρεμβολής |
commun. | instantaneous automatic gain control | στιγμιαίος αυτόματος έλεγχος απολαβής |
el. | interaction of gain-regulating systems | αλληλεπίδραση συστημάτων ρύθμισης απολαβής 29 |
el. | inverse current gain | κέρδος ανάστροφου ρεύματος |
commun., el. | isotropic gain | ισοτροπική απολαβή |
el. | joint aerial gain | από κοινού απολαβή κεραιών |
el. | joint antenna gain | από κοινού απολαβή κεραιών |
el. | large-signal current gain | κέρδος ρεύματος μεγάλου σήματος |
transp., mater.sc. | lift gain | αύξηση άνωσης |
transp., mater.sc. | lift gain | αύξηση άντωσης |
el. | linear height gain | γραμμική απολαβή σε συνάρτηση με το ύψος |
anim.husb. | live weight gain | αύξηση ζώντος βάρους |
anim.husb. | liveweight gain | αύξηση ζώντος βάρους |
el. | loop gain | κέρδος βρόγχου |
el. | loop gain stability | σταθερότητα απολαβής βρόχου |
el. | loss of gain | απώλεια απολαβής |
earth.sc. | lossless gain | κέρδος χωρίς απώλειες |
el. | low-current gain fall | πτώση κέρδους χαμηλού ρεύματος |
el. | low-temperature gain fall | πτώση κέρδους χαμηλής θερμοκρασίας |
commun., IT | main axis gain | απολαβή στον κύριο άξονα |
commun., IT | main beam antenna gain | απολαβή κύριας δέσμης κεραίας |
commun., IT | main beam gain | απολαβή κύριας δέσμης |
commun., IT | main lobe antenna gain | απολαβή κύριου λοβού κεραίας |
commun., IT | main lobe gain | απολαβή κύριου λοβού |
commun., IT | main lobe gain degradation | υποβάθμιση κέρδους κύριου λοβού |
commun., IT | main lobe gain loss | απώλεια απολαβής κύριου λοβού |
el. | maximum available gain | μέγιστο διαθέσιμο κέρδος |
el. | maximum available power gain | μέγιστο διαθέσιμο κέρδος ισχύος |
el. | maximum transducer gain | κέρδος μέγιστης μεταφοράς |
el. | maximum transducer gain | κέρδος μέγιστης διαγωγιμότητας |
el. | maximum unilateralized power gain | μέγιστο μονόπλευρο κέρδος ισχύος |
el. | maximum usable gain-limited sensitivity | μέγιστη χρησιμοποιήσιμη ευαισθησία που περιορίζεται από την απολαβή |
el. | maximum-current-gain condition | συνθήκη μέγιστου κέρδους ρεύματος |
IT, el. | mid-band gain bandwidth | εύρος φάσματος μεσοφασματικής ενίσχυσης |
el. | minimum side-lobe gain | ελάχιστη απολαβή πλευρικών λοβών |
el. | mode conversion gain | κέρδος μετατροπής ρυθμών |
econ., fin. | net gains on financial operations | καθαρά κέρδη από χρηματοπιστωτικές εργασίες |
stat. | net migration gain | καθαρή είσοδος μεταναστών |
stat., social.sc. | net migration gain | καθαρή μετανάστευση από το εξωτερικό |
account. | neutral holding gain | ουδέτερο κέρδος κτήσης |
account. | neutral holding gain | ουδέτερα κέρδη |
account. | neutral holding gains and losses account | λογαριασμός ουδέτερων κερδών και ζημίων κτήσης |
IT, earth.sc. | nominal gain factor | παράγων ονομαστικής ενίσχυσης |
account. | nominal holding gain | ονομαστικό κέρδος κτήσης |
account. | nominal holding gains/losses | ονομαστικά κέρδη/ζημίες κτήσης |
el. | off-axis aerial gain | εξωαξονική απολαβή κεραίας |
el. | off-axis antenna gain | εξωαξονική απολαβή κεραίας |
commun., IT | off-beam antenna gain | εξωδεσμική απολαβή κεραίας |
el. | on-axis gain | αξονική απολαβή |
commun., IT | on-axis transmit antenna gain | αξονική απολαβή κεραίας εκπομπής |
el. | on-demand current gain | κέρδος ρεύματος φορτίσεως |
el. | open-loop gain | κέρδος ανοιχτού βρόγχου |
el. | open-loop gains | απολαβές ανοικτού βρόχου |
el. | open-loop voltage gain | κέρδος τάσης ανοιχτού βρόγχου |
IT | pair gain ratio | λόγος απολαβής ζεύγους |
fin., account. | paper gain | μη πραγματοποιηθέν κέρδος |
el. | path aerial gain | απολαβή τροχιακής κεραίας |
el. | path aerial power gain | απολαβή ισχύος τροχιακής κεραίας |
el. | path antenna gain | απολαβή τροχιακής κεραίας |
el. | path antenna power gain | απολαβή ισχύος τροχιακής κεραίας |
commun., IT | plane-wave gain | απολαβή κεραίας σε επίπεδο κύμα |
commun., IT | post-demodulation gain | απολαβή μετά την αποδιαμόρφωση |
el. | power gain | κέρδος ισχύος |
el. | power gain | κοινή πηγή |
el. | power gain | κέρδος ισχύος ανάστροφης μεταφοράς |
earth.sc., mech.eng. | power gain | ενίσχυση ισχύος |
el. | power-gain cut-off frequency | συχνότητα αποκοπής κέρδους ισχύος |
el. | power gain of an aerial | απολαβή ισχύος κεραίας |
el. | power gain of an aerial | κέρδος ισχύος κεραίας |
commun. | power gain referred to a half-wave dipole | κέρδος ισχύος αναφερόμενο σε δίπολο μισού μήκους κύματος |
commun. | power gain referred to an isotropic radiator | κέρδος ισχύος αναφερόμενο σε ισοτροπικό ακτινοβολητή |
el. | power level gain | κέρδος ισχύος |
earth.sc., mech.eng. | pressure gain | ενίσχυση πιέσεως |
el. | processing gain | απολαβή επεξεργασίας |
gen. | profit/gain | κέρδος |
commun., el. | quiet automatic gain control | ασθενής αυτόματος έλεγχος κέρδους |
IT, el. | radio gain | απολαβή ραδιοσυχνότητας |
IT, el. | radiofrequency gain | απολαβή ραδιοσυχνότητας |
market., fin. | rate gain | συναλλαγματικό κέρδος |
account. | real holding gain | πραγματικό κέρδος κτήσης |
busin., labor.org., account. | realised gain | αύξηση στην αξία που έχει ουσιαστικά πραγματοποιηθεί |
gen. | realised gain | πραγματοποιηθέν κέρδος |
el. | receiver aerial gain | απολαβή κεραίας δέκτη |
el. | receiver antenna gain | απολαβή κεραίας δέκτη |
el. | receiving aerial gain | απολαβή κεραίας λήψης |
el. | receiving antenna gain | απολαβή κεραίας λήψης |
el. | receiving gain | απολαβή λήψης |
el. | recovery period of an automatic gain control | χρόνος ανάκτησης αυτόματου ελέγχου απολαβής |
comp., MS | red gain | ενίσχυση κόκκινου (The factor by which the red pixel value has to be multiplied to achieve R=G=B values) |
el. | reference aerial gain | απολαβή κεραίας αναφοράς |
el. | reference antenna gain | απολαβή κεραίας αναφοράς |
commun., el. | reflection loss or gain | κέρδος ανάκλασης |
commun., el. | reflection loss or gain | απώλεια ανάκλασης |
el. | residual gain | παραμένουσα απολαβή |
fin. | revaluation gain | κέρδη από την αναπροσαρμογή ; κέρδη αναπροσαρμογής |
el. | reverse insertion gain | κέρδος ανάστροφης παρεμβολής |
el. | reverse insertion gain | κέρδος ανάστροφης μεταβίβασης |
el. | reverse transducer power gain | κέρδος ισχύος ανάστροφης μεταφοράς |
el. | reverse transducer power gain | κέρδος ισχύος |
el. | reverse transmission gain | κέρδος ανάστροφης μεταβίβασης |
el. | reverse transmission gain | κέρδος ανάστροφης παρεμβολής |
el. | reverse-current gain | κέρδος ανάστροφου ρεύματος |
IT, el. | RF gain | απολαβή ραδιοσυχνότητας |
el. | satellite aerial gain | απολαβή κεραίας δορυφόρου |
el. | satellite antenna gain | απολαβή κεραίας δορυφόρου |
el. | satellite transponder gain | απολαβή δορυφορικού αναμεταδότη |
el. | sea gain | απολαβή ως προς θάλασσα |
fin. | short-term capital gain | υπεραξία βραχυπρόθεσμων κεφαλαίων |
commun., IT | side-lobe gain | απολαβή πλευρικών λοβών |
el. | small signal gain | μικρή απολαβή σήματος |
el. | small signal gain flatness | επιπεδότητα μικρής απολαβής σήματος |
el. | small-signal gain | κέρδος ασθενούς σήματος |
el. | small-signal insertion gain | παρεμβαλλόμενη απολαβή μικρού σήματος |
construct. | solar gain | θερμική επιβάρυνση από την ακτινοβολία |
construct. | solar heat gain | θερμική επιβάρυνση από την ακτινοβολία |
fin. | speculative gain | κερδοσκοπικό κέρδος |
el. | speech interpolation gain | απολαβή αλληλοπαρεμβολής καναλιών ομιλίας |
el. | standard gain horn | χοάνη κανονικοποιημένης απολαβής |
account. | statement of loss and gain | λογαριασμός κερδών ή ζημιών |
account. | statement of loss and gain | λογαριασμός αποτελέσματος |
account. | statement of loss and gain | λογαριασμός κερδών και ζημιών |
el. | static gain | στατικό κέρδος |
fin. | taxable gain | φορολογητέο κέρδος |
tax. | taxation of capital gains | φορολόγηση της υπεραξίας |
transp., mater.sc. | thrust gain | αύξηση ώσης |
transp., mater.sc. | thrust gain | απολαβή ώσης |
el. | total effective aerial gain | ολική ενεργός απολαβή κεραίας |
el. | total effective antenna gain | ολική ενεργός απολαβή κεραίας |
tech., el. | transducer gain | κέρδος μετατροπέα σήματος |
commun., el. | transducer loss or gain | ενεργός απόσβεση |
tech., el. | transducer power gain | κέρδος ισχύος μετατροπέα σήματος |
market. | translation gains or losses on consolidation | κέρδη και ζημιές από νομισματικές αναγωγές κατά την ενοποίηση |
el. | transmission gain | απολαβή μετάδοσης |
el. | transmitter aerial gain | απολαβή κεραίας εκπομπής |
el. | transmitter antenna gain | απολαβή κεραίας εκπομπής |
el. | transmitting aerial gain | απολαβή εκπέμπουσας κεραίας |
el. | transmitting antenna gain | απολαβή εκπέμπουσας κεραίας |
el. | transponder transfer gain | απολαβή μεταφοράς αναμεταδότη |
el. | turn-off gain | κέρδος διακοπής |
el. | turn-on gain | κέρδος σύνδεσης |
tech., el. | unity gain | μοναδιαίο κέρδος |
el. | unity-gain compensation network | κύκλωμα αντιστάθμισης μοναδιαίου κέρδους |
el. | unity-gain frequency | συχνότητα μοναδιαίου κέρδους |
fin., account. | unrealised gain | μη πραγματοποιηθέν κέρδος |
fin., account. | unrealised gain/loss | μη πραγματοποιηθέντα κέρδη / μη πραγματοποιηθείσες ζημίες |
fin., busin., labor.org. | unrealised gains | μη πραγματοποιηθέντα κέρδη |
fin., account. | unrealised gains/losses | μη πραγματοποιηθέντα κέρδη / μη πραγματοποιηθείσες ζημίες |
busin., labor.org., account. | unrealised gains on investments | μη ρευστοποιηθείσες υπεραξίες από επενδύσεις |
market., fin. | unrealized gains | αφανής υπεραξία |
account. | unrecognized transition gain | μη καταχωρημένο κέρδος μεταβίβασης |
IT, el. | variable gain amplifier | ενισχυτής μεταβλητής ενίσχυσης |
el. | variable gain element | στοιχείο μεταβλητής απολαβής |
el. | variation of drop in aerial gain | μεταβολή της πτώσης της απολαβής κεραίας |
el. | variation of drop in antenna gain | μεταβολή της πτώσης της απολαβής κεραίας |
transp., mater.sc. | velocity gain | αύξηση ταχύτητας |
transp., mater.sc. | velocity gain | απολαβή ταχύτητας |
IT, el. | VF gain | απολαβή βιντεοσυχνότητας |
commun., industr., construct. | video gain | μεγέθυνση εικόνας |
commun., industr., construct. | video gain | κέρδος |
IT, el. | videofrequency gain | απολαβή βιντεοσυχνότητας |
el. | voice operated gain adjusting device | διάταξη ρύθμισης απολαβής ελεγχόμενη από φωνή |
earth.sc., el. | voltage dependent current gain | κέρδος ρεύματος εξαρτώμενο από την τάση |
earth.sc., el. | voltage gain | κέρδος τάσης |
earth.sc., el. | voltage gain from h-parameters | κέρδος τάσης από παραμέτρους h |
earth.sc., el. | voltage gain from y-parameters | κέρδος τάσης από παραμέτρους Y |
earth.sc., el. | voltage level gain | κέρδος τάσης |
earth.sc., el. | voltage-dependent current-gain relationship | σχέση κέρδους ρεύματος σε συνάρτηση με την τάση |
stat. | weekly gain | εβδομαδιαία αύξηση βάρους |
health. | weight gain | αύξηση βάρους |
econ., fin., environ. | windfall gain | απρόσμενο, απροσδόκητο κέρδος |
el. | zero gain | μηδενική απολαβή |