DictionaryForumContacts

   English
Terms for subject General containing extract | all forms | exact matches only
EnglishGreek
Determination of acidity or alkalinity of the aqueous extractΠροσδιορισμός οξύτητας ή αλκαλικότητας υδατικού εκχυλίσματος
Determination of resistivity of aqueous extractΠροσδιορισμός της ειδικής αντιστάσεως του υδατικού εκχυλίσματος
extract from a regulationαπόσπασμα κανονισμού
extracting agentεκχυλιστικό μέσο
saps and extracts from pyrethrumπύρεθρον άνθη, φύλλα, στελέχη, φλοιοί, ρίζαι και χυμοί και εκχυλίσματα πυρέθρου
self-extracting capacityικανότητα απεγκλωβισμού
tocopherol-rich extractεκχυλίσματα φυσικής προέλευσης πλούσια σε τοκοφερόλες ; Ε 306