DictionaryForumContacts

   English
Terms containing acquired | all forms | exact matches only
SubjectEnglishGreek
insur.acquire a rightδημιουργώ δικαίωμα
econ., fin.to acquire foreign banksεξαγορά αλλοδαπών τραπεζών
lawto acquire jointly control ofαποκτώ από κοινού τον έλεγχο
fin.to acquire or dispose of movable and immovable propertyαποκτά ή διαθέτει κινητή και ακίνητη περιουσία
econ., patents.to acquire or dispose of movable and immovable propertyαποκτώ ή διαθέτω κινητή και ακίνητη περιουσία
lawto acquire rights by subrogationδικαιώματα στα οποία υποκαθίσταμαι
fin.to acquire under advantageous conditionsαπόκτηση μετοχών με ευνοϊκούς όρους
med.acquired agammaglobulinemiaεπίκτητη υπογαμμασφαιριναιμία
med.acquired agammaglobulinemiaκοινή ποικίλλουσα ανοσοανεπάρκεια
med.acquired agammaglobulinemiaκοινή ποικίλλουσα ανοσολογική ανεπάρκεια
med.acquired agammaglobulinemiaεπίκτητη αγαμμασφαιριναιμία
health., med.acquired aphasia with convulsive disorderεπίκτητη επιληπτική αφασία της παιδικής ηλικίας
health., med.acquired aphasia with convulsive disorderσύνδρομο Landau-Kleffner
med.acquired behaviorεπίκτητη συμπεριφορά
med.acquired behaviour schemesεπίκτητα σχήματα συμπεριφοράς
med.acquired characterεπίκτητο χαρακτηριστικό
med.acquired characterεπίκτητος χαρακτήρας
social.sc., health.acquired characteristicεπίκτητο χαρακτηριστικό
fin.acquired companyαποκτώμενη εταιρεία
med.acquired cystic kidney diseaseεπίκτητη κυστική νόσος νεφρών
med.acquired cystic kidney diseaseεπίκτητη κυστική νεφροπάθεια
med.acquired cystic nephropathyεπίκτητη κυστική νόσος νεφρών
med.acquired cystic nephropathyεπίκτητη κυστική νεφροπάθεια
med.acquired cystic renal diseaseεπίκτητη κυστική νόσος νεφρών
med.acquired cystic renal diseaseεπίκτητη κυστική νεφροπάθεια
med.acquired drug resistanceδευτεροπαθής αντοχή
health., med.acquired epileptiform aphasiaεπίκτητη επιληπτική αφασία της παιδικής ηλικίας
health., med.acquired epileptiform aphasiaσύνδρομο Landau-Kleffner
med.acquired Fanconi syndromeσύνδρομο Fanconi
med.acquired Fanconi syndromeπρώιμος ραχίτις μετά υποφωσφαταιμίας,οξεώσεως και νεφρικής γλυκοζουρίας
h.rghts.act.acquired genderεπίκτητο φύλο
h.rghts.act.acquired genderαποκτηθέν φύλο
med.acquired haemolytic anaemia without autoantibodiesεπίκτητη αιμολυτική αναιμία χωρίς αυτοαντισώματα
med.acquired haemolytic icterusαιμολυτικός ίκτερος (icterus haemolyticus)
med.acquired hemolytic anemiaεπίκτητη αιμολυτική αναιμία
med.acquired hemolytic anemia without autoantibodiesεπίκτητη αιμολυτική αναιμία χωρίς αυτοαντισώματα
med.acquired hemolytic icterusαιμολυτικός ίκτερος (icterus haemolyticus)
med.acquired hypofibrinogenaemiaεπίκτητη υποϊνωδογοναιμία
med.acquired hypogammaglobulinemiaεπίκτητη υπογαμμασφαιριναιμία
med.acquired hypogammaglobulinemiaκοινή ποικίλλουσα ανοσοανεπάρκεια
med.acquired hypogammaglobulinemiaκοινή ποικίλλουσα ανοσολογική ανεπάρκεια
med.acquired hypogammaglobulinemiaεπίκτητη αγαμμασφαιριναιμία
health.acquired immune deficiency syndromeΣύνδρομο Επίκτητης Ανοσιολογικής Ανεπάρκειας
health.acquired immune deficiency syndromeΣύνδρομο Επίκτητης Ανοσοποιητικής Ανεπάρκειας
health., med.acquired immune deficiency syndromeσύνδρομο επίκτητης ανοσολογικής ανεπάρκειας
health., med.acquired immune deficiency syndromeέιτζ
med.acquired immunityεπίκτητη ανοσία
health.acquired immunodeficiency syndromeΣύνδρομο Επίκτητης Ανοσιολογικής Ανεπάρκειας
health.acquired immunodeficiency syndromeΣύνδρομο Επίκτητης Ανοσοποιητικής Ανεπάρκειας
health.acquired immunodeficiency syndromeσύνδρομο επίκτητης ανοσοποιητικής ανεπάρκειας
health., med.acquired immunodeficiency syndromeσύνδρομο επίκτητης ανοσολογικής ανεπάρκειας
med.acquired immunodeficiency syndromeσύνδρομο επίκτητης ανοσοανεπάρκειας
med.acquired immunodeficiency syndromeέιτζ
med.acquired immunological toleranceεπίκτητη ανοσολογική ανοχή
med.acquired lumbar stenosisεπίκτητη στένωση οσφυικού ραχιαίου σωλήνα
med.acquired lumbosacral stenosisεπίκτητη στένωση οσφυικού ραχιαίου σωλήνα
life.sc.acquired mutationσωματική μετάλλαξη
life.sc.acquired mutationμετάλλαξη σωματικών κυττάρων
med.acquired propertyεπίκτητο χαρακτηριστικό
med.acquired reflexεπίκτητο αντανακλαστικό
med.acquired reflexεξαρτημένο αντανακλαστικό
lawacquired rightκεκτημένο δικαίωμα
lawacquired rightsκεκτημένα δικαιώματα
law, lab.law.acquired rights clauseρήτρα διατήρησης των κεκτημένων δικαιωμάτων
empl.Acquired Rights DirectiveΟδηγία περί κεκτημένων δικαιωμάτων
empl.Acquired Rights DirectiveΟδηγία περί προσεγγίσεως των νομοθεσιών των κρατών μελών, σχετικά με τη διατήρηση των δικαιωμάτων των εργαζομένων σε περίπτωση μεταβιβάσεων επιχειρήσεων, εγκαταστάσεων ή τμημάτων εγκαταστάσεων ή επιχειρήσεων
med.acquired stuporεπίκτητη χαύνωση
med.acquired stuporεπίκτητη απάθεια
fin.acquiring companyαποκτώσα εταιρεία
fin.acquiring free of chargeαπόκτηση δωρεάν
fin.acquiring institutionαπορροφόν ίδρυμα
fin., ITacquiring institution identification codeκωδικός λήπτου
commun., transp.altitude acquire manoeuvreελιγμός αύξησης ύψους
commun., transp.altitude acquire procedureελιγμός αύξησης ύψους
lab.law.chance of acquiring qualificationsδιαδικασία κατάρτισης
busin., labor.org., account.charges arising from the spreading on a time basis of the premium on assets acquired at an amount above the sum payable at maturityέξοδα που αντιστοιχούν στην κλιμακωτή απόσβεση των ποσών που προκύπτουν από την κτήση στοιχείων του ενεργητικού με τίμημα ανώτερο του πληρωτέου κατά τη λήξη
med.chronic acquired red-cell aplasiaχρονίως εγκαθιστάμενη επίκτητη απλασία ερυθροκυττάρων
insur., social.sc.clause protecting rights acquiredρήτρα προστασίας των κεκτημένων δικαιωμάτων
insur., social.sc.clause protecting rights acquiredπροστατευτική ρήτρα των κεκτημένων δικαιωμάτων
law, commun.communication acquired at the interception interfaceτηλεπικοινωνία που φτάνει στη διεπαφή παρακολούθησης
health.community-acquired pneumoniaπνευμονία της κοινότητας
health.community-acquired pneumoniaπνευμονία κοινότητας
market.cost of acquiring fixed assetsκόστος απόκτησης πάγιων στοιχείων
law, patents.decision which has acquired the authority of a final decisionαπόφαση που έχει αποκτήσει ισχύ δεδικασμένου
commer., patents.distinctiveness acquired through useδυνατότητα διαφοροποίησης μέσω της χρήσης
insur., social.sc.enjoyment of rights acquiredαπόλαυση κεκτημένων δικαιωμάτων
lawevidence of the status acquired by a personαποδεικτικός τίτλος της προσωπικής καταστάσεως ενός φυσικού προσώπου
health.hospital-acquired infectionνοσοκομειακή λοίμωξη
busin., labor.org., account.income arising from the spreading on a time basis of the discount on assets acquired at an amount below the sum payable at maturityέσοδα που προκύπτουν όταν υπαχθούν κλιμακωτά στο οικονομικό αποτέλεσμα τα ωφελήματα που απορρέουν από την κτήση στοιχείων του ενεργητικού με καταβολή ποσού κατώτερη από το πληρωτέο κατά τη λήξη
health., med.infantile acquired aphasiaεπίκτητη επιληπτική αφασία της παιδικής ηλικίας
health., med.infantile acquired aphasiaσύνδρομο Landau-Kleffner
nat.sc., agric.inheritance of acquired charactersκληρονομικότητα επίκτητων χαρακτήρων
lawjoint ownership of movable property and all property acquired during wedlockκοινοκτημοσύνη κινητών και αποκτημάτων
fin., ITmerchant acquiring systemσύστημα επεξεργασίας συναλλαγών
lawnon deterioration of acquired rightsμη υπαναχώρηση όσον αφορά τα κεκτημένα δικαιώματα
econ.original value of the asset when it was acquired or createdαρχική αξία της απαίτησης όταν αποκτήθηκε ή δημιουργήθηκε
lawparties acquiring joint controlαποκτώντες κοινό έλεγχο
cust.personal property acquired by inheritanceπροσωπικά είδη προερχόμενα εκ διαθήκης
cust.personal property acquired by inheritanceπροσωπικά είδη αποκτώμενα με κληρονομική διαδοχή
transp.to proceed on acquired speedπλέω με την αναπτυγμένη ταχύτητα
lawprotection of acquired rightsπροστασία των κεκτημένων δικαιωμάτων
econ., fin.provision against the asset acquiredπρόβλεψη επί ανειλημμένης υποχρέωσης
fin.retention of acquired rightsπροστασία κεκτημένων δικαιωματων
proced.law.rights arising from the sharing of acquired matrimonial assetsσύστημα της κοινοκτημοσύνης των αποκτημάτων
lawrights which have been acquired in good faithκαλοπίστως αποκτηθέντα δικαιώματα
health., anim.husb.simian acquired immunodeficiency syndromeσύνδρομο επίκτητης ανοσοανεπάρκειας πιθήκου
health., anim.husb.simian acquired immunodeficiency syndromeΣ.Ε.Α.Π.
patents.the decision has acquired the authority of a final decisionη απόφαση κατέστη τελεσίδικη
fin.the products have acquired the status of originating productsτα προïόντα απέκτησαν την ιδιότητα καταγωγής
econ.Treasury bills acquired by non-residentsέντοκα γραμμάτια του δημοσίου που κατέχουν μη μόνιμοι κάτοικοι
med.unability to acquire educationανικανότητα μάθησης
med.unability to acquire educationαδυναμία μόρφωσης