DictionaryForumContacts

Morphology analysis
κολλαρισμα (66) | Verb
κολλαρισμα
κολλαρισμα | Part of speech - not selected
κολλαρισμα
κολλαρισμα | Noun | auto added
κολλαρισμα
κολλαρισμας
κολλαρισμα
-
κολλαρισμες
κολλαρισμων
-
κολλαρισμες