DictionaryForumContacts

Morphology analysis
ασφαλισεις (23) | Part of speech - not selected
ασφαλισεις
ασφαλισω (1) | Verb
1 ασφαλισω
2 εασφαλισα
3 ασφαλισε
4 ασφαλισεις
5 εασφαλισες
6 ασφαλισε
7 ασφαλισει
8 εασφαλισε
9 ασφαλισε
10 ασφαλισουμε
11 ασφαλισαμε
12 ασφαλισετε
13 ασφαλισετε
14 ασφαλισατε
15 ασφαλισετε
16 ασφαλισουν
17 εασφαλισαν
18 εtεασφαλισω
19 εασφαλισα
20 ασφαλισεις
21 εασφαλισες
22 ασφαλισε
23 ασφαλισει
24 εασφαλισε
25 ασφαλισε
26 ασφαλισουμε
27 ασφαλισαμε
28 ασφαλιστε
29 ασφαλισετε
30 ασφαλισατε
31 ασφαλιστε
32 ασφαλισουν
33 εασφαλισαν
34 tεασφαλισει
35 ασφαλισει
36 ασφαλισει
37 ασφαλισει
38 ασφαλισει
39 ασφαλισει
40 ασφαλισει
41 ασφαλισει
42 ασφαλισει
43 ασφαλισει
44 ασφαλισει
45 ασφαλισει