DictionaryForumContacts

Morphology analysis
καθαριζω (39) | Verb
1 καθαριζω
2 εκαθαριζα
3 καθαριζε
4 καθαριζεις
5 εκαθαριζες
6 καθαριζε
7 καθαριζει
8 εκαθαριζε
9 καθαριζε
10 καθαριζουμε
11 καθαριζαμε
12 καθαριζετε
13 καθαριζετε
14 καθαριζατε
15 καθαριζετε
16 καθαριζουν
17 εκαθαριζαν
18 εtεκαθαριζω
19 εκαθαριζα
20 καθαριζεις
21 εκαθαριζες
22 καθαριζε
23 καθαριζει
24 εκαθαριζε
25 καθαριζε
26 καθαριζουμε
27 καθαριζαμε
28 καθαριζτε
29 καθαριζετε
30 καθαριζατε
31 καθαριζτε
32 καθαριζουν
33 εκαθαριζαν
34 tεκαθαριζει
35 καθαριζει
36 καθαριζει
37 καθαριζει
38 καθαριζει
39 καθαριζει
40 καθαριζει
41 καθαριζει
42 καθαριζει
43 καθαριζει
44 καθαριζει
45 καθαριζει