DictionaryForumContacts

   Romanian Greek
A Ă Â B C D E F GI Î J K L M NPR S Ș T Ț U V W X Y Z   >>
Terms for subject Business (99 entries)
acces la finanțare πρόσβαση σε χρηματοδοτήσεις
acces la finanțare πρόσβαση στη χρηματοδότηση
acționar μεριδιούχος
adjudecător ο διενεργών δημοπρασία
agenție de rating certificată πιστοποιημένος οργανισμός αξιολόγησης πιστοληπτικής ικανότητας
agenție de rating de credit certificată πιστοποιημένος οργανισμός αξιολόγησης πιστοληπτικής ικανότητας
an fiscal λογιστική περίοδος
an fiscal λογιστική χρήση
ARC certificată πιστοποιημένος οργανισμός αξιολόγησης πιστοληπτικής ικανότητας
asociat μεριδιούχος
asociat μέτοχος
capacitate fermă αμετάβλητη δυναμικότητα
capacitate fermă εξασφαλισμένη δυναμικότητα
capital κεφάλαιο
capital propriu ίδια κεφάλαια
capital propriu ίδιο κεφάλαιο
capital propriu καθαρή λογιστική θέση
casă de comandă oίκoς πωλήσεωv με αλληλoγραφία
casă de comandă εταιρία πωλήσεωv με αλληλoγραφία
casă de comandă κατάστημα πωλήσεωv με αλληλoγραφία