Італійська | Грецька |
a impiego a part-time | εργασία με μειωμένο ωράριο |
accordo sull'impiego pacifico dell'energia nucleare | συμφωνία που αφορά τη χρήση της πυρηνικής ενέργειας για ειρηνικούς σκοπούς |
Comitato per l'applicazione e per l'adeguamento al progresso tecnico della direttiva sull'impiego confinato di organismi geneticamente modificati | Επιτροπή για την εφαρμογή και την προσαρμογή στην τεχνική πρόοδο της οδηγίας για την περιορισμένη χρήση γενετικώς τροποποιημένων οργανισμών |
Conferenza "Controllo delle armi e impiego" | Διάσκεψης "΄Ελεγχος εξοπλισμού και απασχόλησης" |
Conferenza "Crisi d'impiego e sindacati" | Διάσκεψη "Κρίση στον τομέα απασχόλησης και συνδικαλιστικές οργανώσεις" |
Convenzione concernente l'impiego delle donne nei lavori sotterranei nelle miniere di ogni categoria | Σύμβαση "περί χρησιμοποιήσεως γυναικών εις υπογείους εργασίας μεταλλείων πάσης κατηγορίας" |
Convenzione relativa all'impiego della biacca nella pittura | Σύμβαση "περί της χρήσεως του ανθρακικού μολύβδου στουμπετσίου εν τοις χρωματισμοίς" |
Convenzione relativa all'impiego delle donne prima e dopo il parto | Σύμβαση "περί εργασίας των γυναικών προ και μετά τον τοκετόν" |
Convenzione sul divieto d'impiego, di stoccaggio, di produzione e di trasferimento delle mine antipersona e sulla loro distruzione | Σύμβαση για την απαγόρευση της χρήσης, της αποθήκευσης, της παραγωγής και της διακίνησης ναρκών κατά προσωπικού και για την καταστροφή τους |
disciplina delle condizioni d'impiego degli agenti locali | κανόνες για τον καθορισμό των όρων εργασίας των τοπικών υπαλλήλων |
funzioni e attribuzioni di ciascun impiego tipo | καθήκοντα και αρμοδιότητες για κάθε θέση-τύπο |
gli impieghi nella pubblica amministrazione | η απασχόληση στη δημόσια διοίκηση |
il funzionario puo occupare un impiego ad interim | ο υπάλληλος δύναται να κληθεί προσωρινά να ασκήσει καθήκοντα |
il funzionario può occupare un impiego ad interim | ο υπάλληλος δύναται να κληθεί να καταλάβει προσωρινά μια θέση |
impieghi che richiedono una speciale competenza | θέση που απαιτεί ειδικά προσόντα |
impieghi qualificati | θέσεις ειδικευμένου προσωπικού |
impiego assai specializzato | πολύ εξειδικευμένη θέση |
impiego nella pubblica amministrazione | θέση στη δημόσια διοίκηση |
impiego permanente | μόνιμη θέση |
in ragione dell'impiego | λόγω της σχέσεως εργασίας |
indennità di impiego di macchina a stenotipia | επίδομα μηχανήματος στενοτυπίας |
libertà d'impiego degli specialisti | ελευθέρα απασχόληση του ειδικευμένου δυναμικού |
meccanismi di offerta e di domanda di impiego | μηχανισμοί προσφοράς και ζήτησης απασχόλησης |
nominare ad un impiego permanente | διορίζω σε μόνιμη θέση |
non fumare durante l'impiego | Σ21 |
non fumare durante l'impiego | μην καπνίζετε όταν το χρησιμοποιείτε |
non mangiare né bere durante l'impiego | Σ20 |
non mangiare né bere durante l'impiego | μην τρώτε και μην πίνετε όταν το χρησιμοποιείτε |
non mangiare,né bere,né fumare durante l'impiego | Σ20/21 |
non mangiare,né bere,né fumare durante l'impiego | όταν το χρησιμοποιείτε μην τρώτε,πίνετε ή καπνίζετε |
piano di impiego | σχέδιο εμπλοκής |
Protocollo concernente la proibizione dell'impiego in guerra dei gas asfissianti, tossici o simili e dei mezzi batteriologici | Πρωτόκολλο για την απαγόρευση της χρήσεως κατά τον πόλεμο ασφυξιογόνων, τοξικών ή παρομοίων αερίων και βακτηριολογικών μέσων |
Protocollo sul divieto o la limitazione dell'impiego delle armi incendiarie | Πρωτόκολλο σχετικό με τις απαγορεύσεις ή τους περιορισμούς στη χρήση των εμπρηστικών όπλων |
Protocollo tendente al limitare ed a disciplinare la coltura del papavero nonché la produzione, il commercio internazionale, il commercio all'ingrosso e l'impiego dell'oppio | Πρωτόκολλο "περί περιορισμού και ρυθμίσεως της καλλιεργείας της μήκωνος ως και της παραγωγής, του διεθνούς εμπορίου, του χονδρικού εμπορίου και της χρήσεως του οπίου" |
servizi pubblici per l'impiego | Δημόσιες Υπηρεσίες Απασχόλησης |
sistema di ricerca di impiego | σύστημα ευρέσεως εργασίας |
titolare di un impiego | κάτοχος θέσης |
trasformazione di stanziamenti in impieghi | μετατροπή των πιστώσεων σε θέσεις απασχόλησης |